
Στην αυστριακή οικονομική θεωρία, το φυσικό επιτόκιο μεταφράζεται ως το επιτόκιο που αντανακλά τις χρονικές προτιμήσεις (time preferences) των συμμετεχόντων στην αγορά (εργαζομένων, επιχειρηματιών, καταναλωτών) και που κατανέμει τους πόρους μεταξύ των χρονικά καθορισμένων σταδίων της παραγωγής.
Εισαγωγή
Θα εξετάσουμε συνοπτικά τι είναι το φυσικό (πραγματικό) επιτόκιο, το οποίο στην Αυστριακή θεωρία αναλύεται σε βάθος καθώς αποτελεί ζωτική πληροφορία σε μια οικονομία της αγοράς. Μπορούμε να έχουμε στο μυαλό μας και τον όρο «βαθμός ενδιαφέροντος» (interest rate) για να διευκολύνουμε τον συλλογισμό μας σε σχέση με τον όρο «επιτόκιο».
Στο παρόν κείμενο θα ανατρέξουμε σε ορισμένες αναλύσεις του Roger W. Garrison, ώστε να αποδώσουμε τον ορισμό του (φυσικού) επιτοκίου.
Το φυσικό επιτόκιο
To φυσικό επιτόκιο ονομάστηκε έτσι από τον Σουηδό οικονομολόγο Knut Wicksell και είναι το επιτόκιο που αντανακλά τους υποκείμενους πραγματικούς συντελεστές της οικονομίας. Σε μακροοικονομικούς όρους, όπως θα ίσχυαν σε μια εξ ολοκλήρου ιδιωτική οικονομία, είναι το ποσοστό που διέπει την κατανομή των πόρων μεταξύ της τρέχουσας κατανάλωσης και των μελλοντικών επενδύσεων. Με τη διατήρηση αποταμιεύσεων (μη καταναλωθέντων αγαθών) και επενδύσεων σε ισορροπία, το φυσικό επιτόκιο καθοδηγεί την οικονομία σε πορεία βιώσιμης ανάπτυξης. Δηλαδή, υπό καθεστώς φυσικού επιτοκίου, οι μη καταναλωθέντες πόροι (οι πραγματικές αποταμιεύσεις) χρησιμοποιούνται για την αύξηση της παραγωγικής απόδοσης της οικονομίας, με τρόπους που συνάδουν με την εθελοντική προθυμία των ανθρώπων να αναβάλουν την δυνητική σημερινή κατανάλωση για το μέλλον.
Αυστριακή σχολή και επιτόκιο
Στην αυστριακή οικονομική θεωρία, το φυσικό επιτόκιο μεταφράζεται ως το επιτόκιο που αντανακλά τις χρονικές προτιμήσεις (time preferences) των συμμετεχόντων στην αγορά (εργαζομένων, επιχειρηματιών, καταναλωτών) και που κατανέμει τους πόρους μεταξύ των χρονικά καθορισμένων σταδίων της παραγωγής. Το αποτέλεσμα (output) της παραγωγής από το ένα στάδιο, αποτελεί είσοδο (input) για το επόμενο στάδιο, σε μια λογική και ευρέως περιγραφική αναπαράσταση της οικονομικής παραγωγικής διαδικασίας. Η χρονική διάσταση της κεφαλαιακής διάρθρωσης της οικονομίας αποτελεί βασική μακροοικονομική μεταβλητή στην αυστριακή θεωρία.
Διαχρονική διάρθρωση του κεφαλαίου, βάσει προτύπων κατανάλωσης, αποταμίευσης και παραγωγικής απόδοσης
Ο χρόνος προτίμησης είναι απλά ένας περιληπτικός όρος που αναφέρεται στο προτιμώμενο μοτίβο κατανάλωσης των ανθρώπων κατά την πάροδο του χρόνου. Η μείωση στην προτίμηση χρόνου σημαίνει αυξημένο προσανατολισμό προς το μέλλον. Σε αυτή την περίπτωση, οι άνθρωποι, συνειδητά, αποταμιεύουν περισσότερα στο παρόν ώστε να αυξήσουν τα επίπεδα της μελλοντικής τους κατανάλωσης. Η αυξημένη αποταμίευση μειώνει έτσι το φυσικό επιτόκιο και απελευθερώνει πόρους από τα τελικά στάδια της παραγωγής. Ταυτόχρονα, το χαμηλότερο φυσικό επιτόκιο, το οποίο μεταφράζεται άμεσα σε μείωση του κόστους δανεισμού, καθιστά τις δραστηριότητες παραγωγής στα πρώιμα στάδια πιο κερδοφόρες. Με την ανακατανομή των πόρων από τα τελικά στα πρώιμα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας, το προτιμώμενο χρονικά πρότυπο κατανάλωσης οδηγεί σε μια ομαλή προσαρμογή της παραγωγικής δομής.
Οι κινήσεις του φυσικού επιτοκίου είναι επίσης κρίσιμες για την αποδοτικότητα της οικονομίας όταν προκύπτουν αλλαγές στη διαθεσιμότητα πόρων ή στην τεχνολογική διάρθρωση. Ας υποθέσουμε ότι ένα τεχνολογικό επίτευγμα μετατρέπει μια χρονοβόρο παραγωγική διαδικασία σε πολύ πιο γρήγορη. Η μελλοντική κατανάλωση –ακόμη και μια αυξημένη μελλοντική κατανάλωση– μπορεί τώρα να διασφαλιστεί με λιγότερη στέρηση τρέχουσας κατανάλωσης. Οι εθελοντικές επιλογές των ανθρώπων στην αγορά θα καθορίσουν το: πόσο από το τεχνολογικό κέρδος αναγνωρίζεται σε όρους τρέχουσας κατανάλωσης (λιγότερη αποταμίευση) και πόσο σε όρους μελλοντικής κατανάλωσης (κατά την οποία η διαθεσιμότητα μιας νέας τεχνολογίας αντισταθμίζει την επίδραση της μειωμένης αποταμίευσης).
Μια αύξηση στο φυσικό επιτόκιο κατά τη διάρκεια της μεταβατικής αυτής περιόδου απεικονίζεται από τους αυστριακούς οικονομολόγους ως «φρένο επιτοκίου», έναν όρο που οφείλουμε στον Friedrich Hayek. Το φρένο επιτοκίου συντονίζει τον βαθμό κατά τον οποίο εφαρμόζεται η νέα τεχνολογία και ως εκ τούτου επιτρέπει την αυξημένη κατανάλωση, ακόμη και κατά τη διάρκεια της εφαρμογής (της τεχνολογίας). Τα αποθέματα περιορίζονται στα τελευταία στάδια της παραγωγής και ορισμένοι πόροι ανακατανέμονται προς λιγότερο χρονοβόρα επιχειρηματικά έργα.

Συνοπτικά, το φυσικό επιτόκιο θεωρείται ως εξισορροπητικό επιτόκιο. Είναι το επιτόκιο που λέει την αλήθεια σχετικά με τη διαθεσιμότητα πόρων για την κάλυψη σημερινής και μελλοντικής καταναλωτικής ζήτησης, καθώς και το επιτόκιο που επιτρέπει την ομαλή διάρθρωση της οικονομίας κατά τις περιόδους τεχνολογικών επιτευγμάτων τα οποία μειώνουν τον χρόνο παραγωγής, επιτρέποντας στα παραγωγικά σχέδια να συνάδουν με την προτιμώμενη μορφή κατανάλωσης. Κατ’ επέκταση, ένα αφύσικο ή τεχνητό επιτόκιο, είναι ένα επιτόκιο που αντανακλά την επιρροή δυνάμεων οι οποίες βρίσκονται εκτός αγοράς, το οποίο, ως εκ τούτου, προκαλεί αποσύνδεση μεταξύ των διαχρονικών καταναλωτικών προτιμήσεων και των διαχρονικών σχεδίων παραγωγής.
Ένα τεχνητό-αφύσικο (nominal) επιτόκιο, το οποίο θα μπορούσε να υπερισχύσει για κάποιο χρονικό διάστημα, εάν για παράδειγμα η κεντρική τράπεζα στοχεύει σε χαμηλά επιτόκια κυβερνητικών κονδυλίων, μεταφράζεται στον επιχειρηματικό κόσμο ως πιο μακροπρόθεσμος ορίζοντας σχεδιασμού από αυτόν που θα ίσχυε οριοθετημένος από την πραγματική βούληση των ανθρώπων για αποταμίευση. Η αναντιστοιχία που προκαλείται μεταξύ των δραστηριοτήτων παραγωγής και κατανάλωσης, εξαιτίας των νομισματικών/κυβερνητικών αρχών, δημιουργεί την ψευδαίσθηση της ευημερίας, αλλά θέτει επίσης τις βάσεις για μια ενδεχόμενη διόρθωση της αγοράς, η οποία τελικά λαμβάνει τη μορφή ύφεσης στο σύνολο της οικονομίας.
Αυτή είναι και η ουσία της αυστριακής θεωρίας του επιχειρηματικού κύκλου. Η αναντιστοιχία και η προκύπτουσα ακολουθία άνθισης και κατάρρευσης (boom-bust) που προκύπτει ως αποτέλεσμα κεντρικού νομισματικού σχεδιασμού.
Παραδείγματα αποταμίευσης
Οι αλλαγές στις διαχρονικές προτιμήσεις είναι αναμφίβολα σταδιακές και σχετίζονται περισσότερο με δημογραφικά στοιχεία ή με πολιτισμικές αλλαγές. Για παράδειγμα, οι γεννημένοι μεταξύ 1945 και 1965 εισέρχονται στις χρονιές υψηλής αποταμίευσης. Ή, οι αυξανόμενες αμφιβολίες σχετικά με τη βιωσιμότητα της «Κοινωνικής Ασφάλισης» κάνουν τους ανθρώπους να αποταμιεύουν περισσότερα για την περίθαλψη η τη συνταξιοδότησή τους. Ή, οι γονείς αρχίζουν να αποταμιεύουν περισσότερα για τα έξοδα της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης των παιδιών τους. Η, προηγούμενα χρέη αναγκάζουν τους ανθρώπους να αποταμιεύσουν ώστε να αποπληρώσουν κοκ. Το ουσιώδες και δεδομένο στοιχείο είναι πως οι διαχρονικές προτιμήσεις κατανάλωσης/αποταμίευσης αλλάζουν. Και αυτές οι αλλαγές έχουν επιπτώσεις για τη διαχρονική κατανομή των πόρων.
Επίλογος
Ο ισχυρισμός των κεφαλαιακών (capital based) μακροοικονομικών που αναλύει ο Αυστριακός οικονομολόγος Roger Garrison, λέει πως με την πάροδο του χρόνου ακόμη και οι μικρές αλλαγές έχουν σημαντική και σωρευτική επίδραση για το βιώσιμο, ή το μη βιώσιμο, αναπτυξιακό μοντέλο κατανομής των πόρων. Θα μπορούσαμε πιο εύστοχα να πούμε πως τα μακροοικονομικά της κεφαλαιακής διάρθρωσης επισημαίνουν πως εάν το επιτόκιο μας πληροφορήσει για μια μικρή αλλαγή (στους διαθέσιμους πόρους και στις τεχνολογικές εξελίξεις), ενώ στην πραγματικότητα δεν συνέβη καμία αλλαγή (ή το επιτόκιο παραλείπει να μας πληροφορήσει για μια μικρή αλλαγή που όντως έχει συμβεί), οι συνέπειες μπορεί να επιφέρουν σωρευτικές ανορθολογικές κατανομές πόρων, που ενδεχομένως θα οδηγήσουν σε μια δραματική διόρθωση.
***
Βρίσκετε ενδιαφέροντα τα άρθρα στην «Ελεύθερη Αγορά»; Εκτιμάτε την προσπάθεια μας; Κάντε τώρα μια δωρεά 5 ευρώ και ενισχύστε μας.