
Το διαθέσιμο πετρέλαιο σήμερα, είναι τριάντα φορές περισσότερο από όσο ήταν το 1944. Πώς συνέβη κάτι τέτοιο; Με απλά λόγια: βρήκαμε περισσότερο.
Του Joakim Book
Απόδοση στα Ελληνικά: Ευθύμης Μαραμής
Εισαγωγή
Επικρατεί μια εντυπωσιακή σύγχυση στη συζήτηση σχετικά με τις πηγές ενέργειας. Αυτό συμβαίνει διότι η εξέταση του θέματος και η πληροφόρηση προέρχονται από γεωλόγους και όχι οικονομολόγους. Οι ενεργειακές πηγές και ορισμένες πρώτες ύλες θεωρούνται είτε ως «ανανεώσιμες πηγές ενέργειας» είτε ως «μη ανανεώσιμες πηγές ενέργειας» – και οι «ανανεώσιμες» θεωρούνται κατά κάποιο τρόπο πολύ προτιμότερες από τις «μη ανανεώσιμες».
Η θεωρία της εξάντλησης των πόρων
Έχουμε όλοι ακούσει διάφορες εκδοχές της ακόλουθης ιστορίας: η χρήση μη-ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και η εξόρυξη μη-ανανεώσιμων μετάλλων, ώθησαν τη Βιομηχανική Επανάσταση και καθόρισαν τη δημιουργία των σημερινών πλούσιων κοινωνιών και οικονομιών μας – αλλά οι πόροι αυτοί είναι φυσικώς περιορισμένοι και πεπερασμένοι, θα «εξαντληθούν» και η χρήση τους είναι «μη βιώσιμη» (η σημασία του όρου «μη βιώσιμη» απέχει πολύ από το να είναι σαφής).
Κατά μια επουσιώδη έννοια, αυτό φυσικά είναι αλήθεια: οι αντικαπιταλιστές περιβαλλοντιστές έχουν επιφανειακά δίκιο όταν λένε πως δεν υπάρχει πλανήτης Β και πως είναι αδύνατη η απεριόριστη ανάπτυξη της υλικής κατανάλωσης. Αλλά, όπως εξηγεί ο Tim Worstall, αυτό είναι επίσης «εξαιρετικά ασήμαντο». Συγκρίνοντας τη χρήση των πεπερασμένων πόρων με την ύπαρξη τροφίμων στο ψυγείο, ο Worstall αποκαλύπτει την υπόθεση της πλάνης περί «απουσίας πρωινού γεύματος» – την πεποίθηση ότι μόλις καταναλώσουμε το πρωινό που είχαμε στο ψυγείο, δεν θα υπάρχει πια πρωινό γεύμα: Είναι σωστό πως η κατανάλωση του πρωινού γεύματος σημαίνει πως δεν υπάρχει πια πρωινό στο ψυγείο. Ωστόσο ξέρουμε ότι υπάρχει μια τεράστια βιομηχανία αφιερωμένη αποκλειστικά στην αναπλήρωση του πρωινού γεύματος πριν από τις 7 αύριο το πρωί.
Σίγουρα, όπως και με τα τρόφιμα στο ψυγείο, η «μη βιώσιμη» χρήση πρώτων υλών σημαίνει ότι αυτές θα εξαντληθούν. Αλλά, ακριβώς όπως τα τρόφιμα στο ψυγείο, αναπληρώνουμε τις πρώτες ύλες που χρειαζόμαστε, καθιστώντας την «μη βιώσιμη» κατανάλωση τους σε εξαιρετικά βιώσιμη. Πώς συμβαίνει αυτό; Δεδομένου ότι σχεδόν κανείς δεν θα πιστέψει αυτή την αντιθετική στη διαίσθηση του αντίληψη, ας το εξετάσουμε περαιτέρω.
Πως δεν εξαντλούνται οι μη-ανανεώσιμοι πόροι
Το 1944, τα προσδιορισμένα παγκόσμια αποθέματα πετρελαίου ανέρχονταν σε 51 δισεκατομμύρια βαρέλια. Το 2018, τα προσδιορισμένα αποθέματα πετρελαίου παγκοσμίως ανέρχονταν σχεδόν σε 1.500 δισεκατομμύρια (η ΒΡ υπολογίζει 1.730 δις), ήτοι περίπου τριάντα φορές περισσότερα από ο,τι το 1944 – και αυτό παρά την ακόρεστη ζήτηση για πετρέλαιο κατά τη διάρκεια των επτά ενδιάμεσων δεκαετιών. Όποιος έχει απορροφηθεί από την αφελή θεωρία της εξάντλησης των πόρων, πρέπει να αναρωτηθεί απευθυνόμενος με δυσπιστία στον εαυτό του: πώς συνέβη κάτι τέτοιο; Με απλά λόγια: βρήκαμε περισσότερο πετρέλαιο.
Οι αγορές με σαφώς καθορισμένα δικαιώματα ιδιοκτησίας, χρησιμοποιούν τις τιμές και το κίνητρο του κέρδους για να καθοδηγήσουν την κατανομή των πόρων – συμπεριλαμβανομένων και των επενδυτικών πόρων στη συγκεκριμένη περίπτωση οι οποίοι χρησιμοποιούνται στην αναζήτηση κοιτασμάτων πετρελαίου ή στην εξόρυξη μετάλλων. Οι αγορές χρησιμοποιούν τις τιμές για να μεταβιβάζουν πληροφορίες σχετικά με τη σημερινή και τη μελλοντική διαθεσιμότητα των πρώτων υλών – διαθέτοντας την καινοτομία η οποία μας επιτρέπει να ανακαλύπτουμε τους πόρους, να τους εξαγάγουμε και να τους χρησιμοποιούμε πιο αποτελεσματικά, συνδυαστικά με υποκατάστατα, ρυθμίζοντας έτσι τη ζήτηση μας για αυτούς.
Σε κάθε δεδομένη στιγμή στο χρόνο, υπάρχει κάποιο αποθεματοποιημένο πετρέλαιο, μερικά προσδιορισμένα κοιτάσματα πετρελαίου στην ξηρά ή στη θάλασσα, κάποιοι ευλόγως πιθανοί θύλακες πετρελαίου και φυσικού αερίου που αναζητούν γεωλόγοι σε διάφορες επιχειρήσεις – και ένα μεγάλο μέρος πετρελαίου του οποίου την ποσότητα και τοποθεσία δεν γνωρίζει κανείς. Όλες αυτές οι δράσεις (χρήση, διανομή, αποθήκευση, εξόρυξη, αναζήτηση) διέπονται και ρυθμίζονται από την τιμή αγοράς του πετρελαίου. Εάν εξαντλούσαμε τις αποθεματοποιημένες προμήθειες πετρελαίου και πρώτων υλών, όπως υποδεικνύει η θεωρία περί εξάντλησης των πόρων, οι τιμές τους στην αγορά θα ανέβαιναν – στέλνοντας ένα μήνυμα σε όλους τους παράγοντες της αγοράς. Τρία πράγματα θα συμβούν:
- Με υψηλότερες τιμές αγοράς, οι ως τότε μη οικονομικές πετρελαιοπηγές (ή οι προσδιορισμένοι θύλακες πετρελαίου που κόστιζαν πολύ για να εξορυχθούν ή να αντληθούν) καθίστανται διαθέσιμοι για εκμετάλλευση. Αυτά τα πετρέλαια δεν καθίστανται φυσικώς διαθέσιμα – εκεί ήταν πάντα τα κοιτάσματα – αλλά καθίστανται οικονομικώς διαθέσιμα και αυτό είναι που έχει σημασία. Η γνωστή ως επανάσταση του σχιστολιθικού αερίου είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα τέτοιας περίπτωσης.
- Με υψηλότερες τιμές αγοράς, οι καταναλωτές περιορίζουν τη χρήση πετρελαίου – για παράδειγμα χρησιμοποιούν μικρότερα αυτοκίνητα ή τα μέσα μαζικής μεταφοράς και βελτιώνουν την ενεργειακή απόδοση των σπιτιών τους.
- Τα ανακυκλώσιμα υλικά καθίστανται κερδοφόρα επιχείρηση όταν οι τιμές αγοράς των υλικών αυξάνονται. Ο χαλκός που χρησιμοποιείται ήδη ως αγωγός ηλεκτρικής ενέργειας μπορεί να αντικατασταθεί από ένα σχετικά φθηνότερο υλικό ενώ ο ίδιος αυτός χαλκός μπορεί να ανακυκλωθεί για να πωληθεί εκ νέου σε διαφορετικές γραμμές παραγωγής. Αυτό μπορεί να μην λειτουργήσει τόσο καλά για καύσιμα όπως το πετρέλαιο, όπου η κατανάλωση αλλάζει τη χημική σύνθεση του υλικού – αν και οι πρωτοβουλίες «παγίδευσης» άνθρακα υποδεικνύουν ότι μπορεί κάτι τέτοιο να μην είναι αδύνατο.
Ένα πρόσφατο άρθρο στο Bloomberg συνοψίζει σχετικά: Οι οικονομολόγοι διδάσκουν ότι οι πόροι δεν εξαντλούνται έτσι απλά. Όταν κάτι γίνεται σπανιότερο, η τιμή του αυξάνεται, προκαλώντας την αναζήτηση νέων προμηθειών ή την ανακάλυψη υποκατάστατων.
Ενώ είναι αλήθεια ότι η Γη διαθέτει πεπερασμένη ποσότητα πετρελαίου ή χαλκού ή σιδηρομεταλλεύματος, είναι επίσης αλήθεια πως οι ποσότητες που δεν έχουν ανακαλυφθεί είναι άγνωστες – και θα είναι άγνωστες, τουλάχιστον μέχρι να βρούμε την τελευταία διαθέσιμη ποσότητα. Αλλά ακόμα κι αν το απόθεμα πετρελαίου ή χαλκού ολόκληρου του κόσμου ήταν δεδομένο σε μια μεγάλη σταθερή δεξαμενή όπως υπέθεσε ο Harold Hotelling το 1931, πάλι δεν θα εξαντλούταν. Όπως δείξαμε πιο πάνω, ο μηχανισμός των τιμών θα εξακολουθήσει να λειτουργεί, να περιορίζει και να καταμερίζει τη χρήση μας, ενώ παράλληλα κινητοποιεί την αγορά για υιοθέτηση υποκατάστατων.
Πως εξαντλούνται οι ανανεώσιμοι πόροι
Η αξιοσημείωτη αντίθεση σε αυτό το σημείο είναι ο σεβασμός που δίδεται συχνά στις λεγόμενες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, δηλαδή σε πηγές ενέργειας που δεν εξαντλούνται. Το ιδανικό παράδειγμα είναι ο ήλιος, ο οποίος με τη συνεχόμενη ακτινοβολία του στη Γη, παρέχει περισσότερη ενέργεια από όση θα χρειαζόμασταν ποτέ. Άλλα παραδείγματα περιλαμβάνουν τη στροφή σε φυσικές διαδικασίες, που κυμαίνονται από τις ατελείωτες παλίρροιες των ωκεανών τη ροή των αερίων μαζών ή την ηφαιστειακή δραστηριότητα, ώς την ανάπτυξη των δασών ή την αναπαραγωγή των ζώων. Ορισμένες από αυτές είναι πραγματικά «ανανεώσιμες», επειδή οι πηγές τους δεν εξαντλούνται (αιολική, θερμική, ωκεάνια, ηλιακή), αλλά συνοδεύονται από τα γνωστά προβλήματα σύλληψης, κλιμάκωσης, αποθήκευσης και διανομής.
Άλλες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας όντως εξαντλούνται. Ποταμοί στέρεψαν και αχρήστευσαν τα ανανεώσιμα υδρο-φράγματα που είχαν κατασκευαστεί πάνω τους. Δάση, που αναφέρονται ευφημιστικά ως «βιομάζα», κόπηκαν και κάηκαν ως «ανανεώσιμα» καύσιμα – αλλά στην πραγματικότητα, αν στηριχτούμε σε αυτά ως σύγχρονη πηγή ενέργειας, θα σημάνει την πλήρη αποδάσωση και επομένως κανένα διαθέσιμο δάσος για «βιομάζα». Η φαλαινοθηρία για συγκομιδή ελαίου συνάντησε το «ανανεώσιμο» οικολογικό όριο της κατά τη δεκαετία του 1860, όταν εξαντλήθηκαν οι ευκόλως προσβάσιμες φάλαινες (βλέπε: σκοτώθηκαν).
Ακόμα και ο αέρας, μια ατέρμονη πηγή ενέργειας, μπορεί να έχει παρόμοιους περιορισμούς. Παραβλέποντας τα προαναφερθέντα τεχνικά προβλήματα αποθήκευσης, κλιμάκωσης και διανομής, με συντελεστές παραγωγικής ικανότητας ύψους 35%, θα χρειαζόμασταν σχεδόν 500 εκατομμύρια ανεμογεννήτριες των 3ΜV για να λάβουμε απλώς αιολική ενέργεια ικανή να καλύψει το 10% των σημερινών παγκόσμιων ενεργειακών αναγκών – δηλαδή 1200 φορές περισσότερες ανεμογεννήτριες από όσες έχει σήμερα ο κόσμος. Ο μη ανανεώσιμος φυσικός χώρος μπορεί να εξαντληθεί.
Έτσι, ενώ έχουμε έναν φυσικά πεπερασμένο πλανήτη και μια γεωλογικά περιορισμένη ποσότητα, για παράδειγμα, μετάλλων σπάνιων γαιών (ή ό, τι άλλο μπορεί να επικρατεί στις τάσεις της μόδας της περιβαλλοντικής υστερίας), το οικονομικό συμπέρασμα είναι ότι οι μη ανανεώσιμοι πόροι, στην πραγματικότητα, δεν εξαντλούνται . Στο εξαιρετικά δημοφιλές βιβλίο του 1981 The Ultimate Resource, ο Julian Simon άλλαξε για πάντα τον τρόπο με τον οποίον σκέφτονται πολλοί άνθρωποι τους πόρους και τις πρώτες ύλες. Ο Simon επεσημαίνει:
Κατά τη διάρκεια της ιστορίας, μέχρι σήμερα, ο χαλκός και άλλα ορυκτά έχουν γίνει λιγότερο σπάνια και όχι πιο σπάνια, όπως θα περίμενε η θεωρία της εξάντλησης των πόρων… Οι φυσικοί πόροι δεν είναι πεπερασμένοι με κανένα νόημα από οικονομικής απόψεως, αν και ο ισχυρισμός αυτός είναι εξαιρετικά περίπλοκος.
Η εκτίμηση αυτή του Simon, πριν σχεδόν από σαράντα χρόνια, εξακολουθεί να ηχεί αληθινή σήμερα: οι πρώτες ύλες έχουν γίνει πιο άφθονες, παρά πιο σπάνιες – σε αντίθεση με ό, τι θα περίμεναν οι υποστηρικτές της θεωρίας της εξάντλησης των πόρων. Ενώ οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας εξαντλούνται – συχνά λόγω ανεπαρκών ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων – οι μη ανανεώσιμοι πόροι δεν εξαντλούνται. Το συμπέρασμα που προκύπτει από την εξόρυξη πρώτων υλών διάρκειας ενός αιώνα, μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: κάψτε όσο θέλετε – θα βρούμε κι άλλο.
***
Ο Joakim Book είναι πτυχιούχος Οικονομικών του Πανεπιστημίου της Γλασκόβης και σήμερα κάνει το μεταπτυχιακό του στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Γράφει τακτικά στο Life of an Econ Student.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο του Mises Institute