Ο ολοκληρωτισμός είναι χαρακτηριστικό εκείνων που ανυπομονούν να σχεδιάσουν κεντρικά την κοινωνία βάσει του δικού τους «πεφωτισμένου» πλάνου.
Του Gary M. Galles
Απόδοση στα Ελληνικά: Νίκος Μαρής
Ένα μεγάλο μέρος της κάλυψης της κρίσης του COVID-19 από τα ΜΜΕ, είναι επιπέδου θρησκευτικής αποκαλύψεως. Αυτό συμβαίνει εν μέρει επειδή «το αίμα πουλάει». Αλλά και επειδή μερικοί από τους υγειονομικούς ειδήμονες με τα «μεγάφωνα» των μέσων ενημέρωσης έχουν εμφανίσει δυνητικά καταστροφικά σενάρια και δραστικά σχέδια για να τα αντιμετωπίσουν, ενισχυμένοι από ισχυρισμούς ότι οι υπόλοιποι θα πρέπει «να ακούμε τους ειδικούς», διότι μόνο αυτοί ξέρουν αρκετά για να καθορίσουν τις πολιτικές. Δυστυχώς, οι ειδικοί αυτοί δεν γνωρίζουν αρκετά για να καθορίσουν τις κατάλληλες πολιτικές.
Οι γιατροί, οι ειδικοί των λοιμωδών νόσων, οι επιδημιολόγοι κ.λ.π. γνωρίζουν περισσότερα πράγματα από τον καθένα σχεδόν, σχετικά με τις ασθένειες, τα μαθήματα τους στο πανεπιστήμιο, τι αυξάνει ή μειώνει το ποσοστό διάδοσης και ούτω καθεξής. Αλλά οι πιο κρίσιμες από αυτές τις πληροφορίες έχουν επιβληθεί στους υπόλοιπους από μας μέχρι τώρα μέσω πειθαναγκασμού. Οι περιορισμένοι και ατελείς έλεγχοι σημαίνουν επίσης ότι τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία μπορεί να είναι πολύ παραπλανητικά (π.χ., είναι μια μικρή αύξηση στα επιβεβαιωμένα κρούσματα πραγματική, ή το αποτέλεσμα ενός αυξανόμενου αριθμού ή μεγαλύτερης ακρίβειας τεστ, που είναι κρίσιμα για τον προσδιορισμό της πιθανής μελλοντικής πορείας COVID -19 ; ). Επιπλέον, στο βαθμό που τα χαρακτηριστικά του ιού είναι μοναδικά, κανείς δεν ξέρει ακριβώς τι θα συμβεί. Όλα αυτά καθιστούν τις συμβουλές του τύπου «σκάστε κι ακούστε» λιγότερο κατάλληλες.
Πιο σημαντικό όμως μπορεί να είναι ότι, εκείνοι με την πιο λεπτομερή γνώση της νόσου (οι εμπειρογνώμονες που μας λένε να υπακούμε) που συντάσσουν τις συστάσεις για την αντιμετώπιση του COVID-19, δεν έχουν επαρκή γνώση των συνεπειών των «λύσεών» τους για την οικονομία και την κοινωνία, ώστε να γνωρίζουν ποιο θα είναι το κόστος. Αυτό σημαίνει ότι δεν γνωρίζουν αρκετά για να συγκρίνουν με ακρίβεια τα οφέλη έναντι του κόστους. Ειδικότερα, λόγω της σχετικής αδυναμίας τους να γνωρίζουν τα πολλά πεδία της ανθρώπινης ζωής, όπου θα γίνουν αισθητά τα αποτελέσματα των αποφάσεών τους, οι υγειονομικοί εμπειρογνώμονες που μας λένε να υπακούσουμε, πιθανότατα υποτιμούν αυτά τα κόστη. Όταν συνδυάζονται με τη φυσική τους επιθυμία να λύσουν το ιατρικό πρόβλημα, όσο σοβαρό κι αν είναι, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε υπερβολικά δρακόντειες προτάσεις.
Αυτό το ζήτημα έχει τεθεί στο προσκήνιο από έναν αυξανόμενο αριθμό ανθρώπων που έχουν αρχίσει να αμφισβητούν την πιθανότητα των σεναρίων «αποκάλυψης» που οδηγούν σε διαδικτυακές χιονοστιβάδες τύπου «Θεέ μου! Πρέπει να κάνουμε ό,τι περνά απ’ το χέρι μας για να βοηθήσουμε!» , αφενός, και από την άλλη, εκείνους που τονίζουν ότι το λουκέτο στην οικονομία είναι πολύ πιο δαπανηρό από ό,τι αντιλαμβάνονται οι κεντρικοί σχεδιαστές,
Εκείνοι που έχουν φέρει στην επιφάνεια τέτοιου είδους ζητήματα (πόσο χρόνος θα χρειαστεί μέχρι να αρχίσουν να αποκαλούνται «αρνητές του κορωνοϊού»;) τιμωρούνται για αυτή τους τη στάση. Το «τεκμήριο Α» είναι η δαιμονοποίηση του Προέδρου Trump επειδή «αγνοεί τους επιστήμονες», όπως ο ισχυρισμός των New York Times ότι «ο Trump πιστεύει ότι ξέρει καλύτερα από τους γιατρούς» αφού έγραψε στο tweet του ότι «Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε η θεραπεία να είναι χειρότερη από το ίδιο το πρόβλημα».
Ένα μεγάλο πρόβλημα με τέτοιες επιθέσεις, είναι η σημαντική βιβλιογραφία που τεκμηριώνει τις δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία από την επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών. Για να δώσουμε ένα μόνο παράδειγμα, μια ανάλυση της οικονομικής κατάρρευσης του 2008 στην επιστημονική επιθεώρηση «The Lancet» έκρινε ότι «συνδέθηκε με πάνω από 260.000 επιπρόσθετους θανάτους από καρκίνο -μόνο στα κράτη του ΟΟΣΑ- μεταξύ 2008-2010». Αυτή είναι μια τεράστια «λεπτομέρεια», που δεν μπορεί να αγνοηθεί στη διαμόρφωση της πολιτικής.
Με άλλα λόγια, η αντιστάθμιση δεν είναι απλώς ζήτημα ζωών που χάνονται έναντι χρημάτων, όπως συχνά παρουσιάζεται (π.χ. ο ισχυρισμός του Κυβερνήτη της Νέας Υόρκης Cuomo ότι «δεν πρόκειται να αντικαταστήσουμε την ανθρώπινη ζωή με το χαρτονόμισμα του δολαρίου»). Πρόκειται για μια αντιστάθμιση μεταξύ των ζωών που χάθηκαν λόγω του COVID, και των ζωών που θα χαθούν εξαιτίας των πολιτικών που υιοθετήθηκαν για τη μείωση των θανάτων από τον COVID.
Ο Larry O’Connor το έθεσε πολύ εύστοχα αυτό στο έντυπο «Townhall» όταν έγραψε:
Γιατί θα πρέπει η επιστημονική ανάλυση των γιατρών που επικεντρώνεται αποκλειστικά στην εξάπλωση του κορωνοϊού να έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από την πολύ πραγματική επιστημονική ανάλυση των θανατηφόρων επιπτώσεων στην υγεία από το λουκέτο στην οικονομία μας; Το σύνολο των δεδομένων δεν συνθέτει ένα στέρεο επιχείρημα για μια πιο ισορροπημένη προσέγγιση αυτής της κρίσης;
Αυτό το θέμα μου θυμίζει μια κλασσική συζήτηση περί ειδικών και κεντρικού σχεδιασμού στο κεφάλαιο 4 του περίφημου βιβλίου «The Road to Serfdom» του F.A Hayek. «Το αναπόφευκτο του σχεδιασμού» αξίζει να επισημανθεί και στις μέρες μας:
«Σχεδόν κάθε ένα από τα τεχνικά οράματα των εμπειρογνωμόνων μας θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί … αν η επίτευξη τους γινόταν ο μοναδικός στόχος της ανθρωπότητας.
Είναι σε όλους μας δύσκολο να αντέχουμε το να βλέπουμε πράγματα να μένουν απραγματοποίητα, τα οποία πρέπει να παραδεχτούμε όλοι, είναι επιθυμητά και εφικτά. Το ότι αυτά τα πράγματα δεν μπορούν να γίνουν όλα ταυτόχρονα, το ότι το καθένα από αυτά μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη θυσία κάποιων άλλων πραγμάτων, μπορεί να γίνει κατανοητό μόνο λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες πέρα από κάθε εξειδίκευση … κάνοντάς μας να βλέπουμε τα αντικείμενα στα οποία κατευθύνεται το μεγαλύτερο μέρος των προσπαθειών μας σε αντίστιξη με ένα πολύ ευρύτερο υπόβαθρο. Κάθε ένα από τα πολλά πράγματα που θα μπορούσε να επιτευχθεί μεμονωμένα δημιουργεί ενθουσιώδεις υποστηρικτές του κεντρικού σχεδιασμού, που αισθάνονται βέβαιοι … για την αξία του συγκεκριμένου στόχου … Αλλά είναι ανόητο να αναφέρουμε τέτοιες περιπτώσεις τεχνικής αριστείας σε συγκεκριμένα πεδία ως αποδείξεις της γενικής υπεροχής του κεντρικού σχεδιασμού.
Οι ελπίδες που εναποθέτουν στον κεντρικό σχεδιασμό […] δεν είναι το αποτέλεσμα μιας συνολικής αντίληψης για την κοινωνία, αλλά μάλλον μιας πολύ περιορισμένης θέασης των πραγμάτων, και συχνά το αποτέλεσμα υπερβολής της σημασίας των στόχων που θέτουν ως πρώτιστους […] θα μετέτρεπε τους ίδιους ακριβώς ανθρώπους που είναι οι περισσότερο ανυπόμονοι να σχεδιάσουν κεντρικά την κοινωνία, στους πιο επικίνδυνους, αν τους επιτρεπόταν να το κάνουν – και στους πιο δυσανεκτικούς απέναντι στον σχεδιασμό άλλων ανθρώπων […] Δεν θα μπορούσε να υπάρξει ένας πιο αφόρητος και πιο παράλογος κόσμος, από έναν κόσμο στον οποίο οι πιο διακεκριμένοι εμπειρογνώμονες σε κάθε πεδίο, θα ήταν ελεύθεροι να προχωρήσουν ανεξέλεγκτα στην πραγματοποίηση των θεωριών τους.»
Ο πανικός σπάνια βελτιώνει την ορθολογικότητα στην λήψη αποφάσεων (πέρα από την ενστικτώδη αντίδραση «πολέμα ή τρέξε» «fight or flight» για να αντιμετωπιστεί ένα ανθρωποφάγο ον, οπότε το «σταμάτα και σκέψου» σημαίνει βέβαιο θάνατο). Ωστόσο, μεγάλο μέρος της κάλυψης του θέματος από τα μέσα ενημέρωσης, είναι ο λόγος που έχει τροφοδοτηθεί ο πανικός. Πάντως, οι οργισμένες και παράλογες επιθέσεις των μέσων ενημέρωσης εναντίον εκείνων που αμφισβητούν τον ορθολογισμό των δρακόντειων «λύσεων» καταστέλλουν, αντί να επιτρέπουν, την αντικειμενική συζήτηση για τις πραγματικές ανταλλακτικές αντισταθμίσεις. Και αν η «Δημοκρατία πεθαίνει στο σκοτάδι», όπως διακηρύσσει η Washington Post, πρέπει να θυμόμαστε ότι δεν απαιτείται απόλυτο σκοτάδι. Το ίδιο συμπέρασμα προκύπτει και όταν οι άνθρωποι παραμένουν στο σκοτάδι για σημαντικές πτυχές της πραγματικότητας που αντιμετωπίζουν.
***
Ο Gary M. Galles είναι καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Pepperdine της California. Έχει γράψει το βιβλίο The Apostle of Peace: The Radical Mind of Leonard Read.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του Ινστιτούτου Ludwig von Mises