Ο Murray Rothbard υπερασπίστηκε πάντα με σθένος τον φιλελευθερισμό την αυτοκτησία και τις εθελούσιες αποφάσεις των κατόχων ιδιωτικής ιδιοκτησίας.
Πρώτη δημοσίευση: 23 Απριλίου 2020
Του Philipp Bagus
Απόδοση στα Ελληνικά: Νίκος Μαρής
Ο Murray Newton Rothbard έφυγε από κοντά μας στις 7 Ιανουαρίου του 1995. Τι θα έλεγε ο «Mister Libertarian» σήμερα σχετικά με τα κυβερνητικά μέτρα κατά της επιδημίας του κορωνοϊού;
Αντιδρώντας στην επιδημία, οι κυβερνήσεις της Δύσης έχουν παραβιάσει τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα των πολιτών σε έναν πρωτοφανή βαθμό σε καιρό ειρήνης. Έχουν απαλλοτριώσει και κατασχέσει ιατρικό εξοπλισμό και υλικό, έχουν πάρει τον έλεγχο ιδιωτικών επιχειρήσεων υγείας και νοσοκομείων, έχουν διατάξει το αναγκαστικό κλείσιμο ιδιωτικών επιχειρήσεων, όπως ιδιωτικά νηπιαγωγεία, σχολεία, πανεπιστήμια, αλλά και καταστήματα λιανικής πώλησης. Έχουν ακόμη διατάξει το κλείσιμο ιδιωτικών πάρκων και κήπων. Επιπλέον, έχουν περιορίσει σοβαρά την ελευθερία των μετακινήσεων.
Τι μπορεί να ειπωθεί για αυτά τα μέτρα από την φιλελεύθερη σκοπιά ; Μπορούν να δικαιολογηθούν;
Όσον αφορά την ελευθερία της μετακίνησης, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι οι περισσότεροι δρόμοι είναι ιδιοκτησία του κράτους και ότι η κυβέρνηση έχει το δικαίωμα να περιορίζει την ελεύθερη κυκλοφορία στους δρόμους της για να προστατεύσει την υγεία των πολιτών της. Πράγματι, η δημόσια ιδιοκτησία των δρόμων είναι ένα πρόβλημα από την φιλελεύθερη σκοπιά. Οι δρόμοι θα πρέπει να είναι ιδιωτικοί. Αν οι δρόμοι ήταν ιδιωτικοί, οι ιδιοκτήτες τους θα αποφάσιζαν ποιος θα μπορούσε να τους χρησιμοποιήσει, και υπό ποιες συνθήκες. Όπως το θέτει ο Rothbard στο βιβλίο του «Η Ηθική της Ελευθερίας» (1982, σελ. 119):
«Στην ελεύθερη libertarian κοινωνία … οι δρόμοι θα ήταν όλοι ιδιωτικοί, η όλη διαμάχη θα μπορούσε να επιλυθεί χωρίς να παραβιάζονται τα δικαιώματα ιδιοκτησίας κάποιου: γιατί τότε, οι ιδιοκτήτες των δρόμων θα είχαν το δικαίωμα να αποφασίσουν ποιος θα έχει πρόσβαση σε αυτούς τους δρόμους και θα μπορούσαν να κρατήσουν εκτός τους «ανεπιθύμητους» [στην περίπτωσή μας, ανθρώπους που υπάρχουν υπόνοιες ότι έχουν μολυνθεί από ιούς], αν το επιθυμούσαν.»
Με άλλα λόγια, σε έναν ελεύθερο libertarian κόσμο, οι ιδιοκτήτες ιδιωτικών δρόμων θα αποφάσιζαν ποιοι δρόμοι θα παραμείνουν ανοιχτοί, για ποιους, και υπό ποιες συνθήκες.
Ωστόσο, ζούμε σε έναν κόσμο όπου οι περισσότεροι δρόμοι είναι δημόσιοι .Ακόμη και με δημόσιους δρόμους όμως, η ετυμηγορία του Rothbard είναι σαφής. Συζητώντας την υπόθεση των εγκαινίων ενός εστιατορίου McDonald’s και των περιοίκων που διαμαρτυρήθηκαν για τη συγκέντρωση των πελατών του στους δρόμους, ο Rothbard γράφει:
«ως φορολογούμενοι και πολίτες, αυτοί οι «ανεπιθύμητοι» [πελάτες] έχουν σίγουρα το «δικαίωμα» να περπατούν στους δρόμους, και φυσικά θα μπορούσαν να συγκεντρωθούν επί τόπου, αν το επιθυμούσαν, και χωρίς την ατραξιόν των McDonald’s.» (1982, σελ. 119)
Σύμφωνα με τον Rothbard, οι πολίτες και οι φορολογούμενοι έχουν κάθε δικαίωμα να χρησιμοποιούν τους δημόσιους δρόμους. Οι κυβερνήσεις δεν δικαιούνται να περιορίζουν την κυκλοφορία στους δρόμους τους, διότι στην πραγματικότητα οι δρόμοι δεν είναι καν η δίκαιη ιδιοκτησία του κράτους:
«Ως εγκληματική οργάνωση με όλο το εισόδημα και τα περιουσιακά του στοιχεία να προέρχονται από το έγκλημα της φορολογίας, το κράτος δεν δικαιούται να κατέχει κανένα περιουσιακό στοιχείο.» (1982, σελ. 183)
Εν ολίγοις, το κράτος δεν έχει κανένα δικαίωμα να καθορίζει το ποιος μπορεί να χρησιμοποιήσει τους δημόσιους δρόμους και ποιος όχι. Η απαγόρευση της κυκλοφορίας είναι καταφανής παραβίαση των δικαιωμάτων ιδιωτικής ιδιοκτησίας και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί.
Σε έναν ελεύθερο libertarian κόσμο με ιδιωτικούς δρόμους και ιδιωτικές επιχειρήσεις, οι κανόνες επιβάλλονται από τους ιδιοκτήτες. Σε περίπτωση επιδημίας, ενδέχεται να κλείσουν εντελώς την περιουσία τους για το κοινό. Ή, θα μπορούσαν να δέχονται ανθρώπους στην ιδιοκτησία τους υπό όρους. Για παράδειγμα, θα μπορούσαν να περιορίσουν τον αριθμό των ατόμων που έχουν πρόσβαση σε αυτήν. Θα μπορούσαν να απαιτήσουν κάποιο ιατρικό τεστ πριν από την είσοδο στην ιδιοκτησία τους, ή να ξεκαθαρίσουν ότι η είσοδος γίνεται με δική τους ευθύνη. Θα μπορούσαν επίσης να επιβάλλουν ορισμένες προϋποθέσεις, όπως τα ηλικιακά όρια, ή την υποχρεωτική χρήση μάσκας και γαντιών.
Ας συζητήσουμε και για τους άλλους περιορισμούς που εφαρμόστηκαν μετά την επιδημία COVID-19, όπως το υποχρεωτικό κλείσιμο ξενοδοχείων, μπαρ, και άλλων καταστημάτων. Το επιχείρημα των πολιτικών υπέρ του κλεισίματος είναι το εξής: λόγω αλληλεγγύης προς τον υπόλοιπο πληθυσμό, ειδικά τους ηλικιωμένους, οι πολίτες πρέπει να βοηθήσουν να μειωθεί ο ρυθμός της εξάπλωσης του ιού, διότι διαφορετικά πολλοί άνθρωποι θα πεθάνουν εξαιτίας των περιορισμένων δυνατοτήτων νοσηλείας στα κρατικά συστήματα υγείας, αλλά και της απουσίας λήψης προληπτικών μέτρων για μια τέτοια επιδημία. Οι άνθρωποι που μένουν περιορισμένοι στα σπίτια τους, θα έσωζαν ζωές. Θα βοηθούσαν επομένως έτσι τους συνανθρώπους τους. Και καθώς δεν μπορούμε να περιμένουμε από τους ανθρώπους να βοηθήσουν τους άλλους και να παραμείνουν στο σπίτι οικειοθελώς, το κράτος έχει το δικαίωμα να επιβάλει έναν εγκλεισμό που σώζει ζωές.
Τώρα, το βασικό ηθικό ζήτημα είναι το εξής: επιτρέπεται σε οποιονδήποτε να χρησιμοποιήσει βία για να εξασφαλίσει ότι οι άνθρωποι θα βοηθήσουν τους συνανθρώπους τους; Μπορεί να δικαιολογηθεί η χρήση εξαναγκασμού για να κάνουμε τα άτομα να βοηθήσουν κάποια άλλα άτομα;
Η απάντηση του Rothbard σε αυτή την ερώτηση στο «Η Ηθική της Ελευθερίας» είναι κατηγορηματική:
«είναι απαράδεκτο να παρερμηνεύεται ο όρος «δικαίωμα στη ζωή», για να δοθεί σε κάποιον μια έμπρακτη εξουσία στις ενέργειες κάποιου άλλου, με σκοπό τη διατήρηση αυτής της ζωής. Στην δική μας ορολογία, μια τέτοια εξουσία θα ήταν μια ανεπίτρεπτη παραβίαση του δικαιώματος αυτοκτησίας του άλλου ατόμου.» (1982, σελ. 99)
Σημειώστε ότι για τον Rothbard και τους αναρχοφιλελεύθερους γενικά, η έννοια των «δικαιωμάτων» είναι καθαρά αρνητική. Τα δικαιώματα προστατεύουν την ακτίνα της δράσης ενός ατόμου, στην οποία κανείς άλλος δεν μπορεί να παρεμβαίνει με χρήση επιθετικής βίας. Τα δικαιώματα ιδιοκτησίας οριοθετούν την περιοχή στην οποία ένα άτομο μπορεί να ενεργεί ελεύθερα.
Και ο Rothbard συνεχίζει:
«Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί, συνεπώς, να έχει το «δικαίωμα» να αναγκάσει κάποιον να κάνει μια θετική πράξη, γιατί σε αυτή την περίπτωση ο καταναγκασμός παραβιάζει το δικαίωμα του ατόμου ή την περιουσία του ατόμου που εξαναγκάζεται … Κατά συνέπεια, αυτό σημαίνει ότι στην ελεύθερη κοινωνία , κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να επωμιστεί τη νομική υποχρέωση να κάνει οτιδήποτε υπέρ κάποιου άλλου, καθώς αυτό θα έπληττε τα δικαιώματά του. Η μόνη νομική υποχρέωση που έχει ο κάθε άνθρωπος προς κάθε άλλον, είναι να σέβεται τα δικαιώματα του.» (1982, σελ. 99)
Εάν αυτό το επιχείρημα δεν είναι αρκετό ως απόδειξη, ο Rothbard δίνει δύο παραδείγματα για να υποστηρίξει ότι κανείς δεν μπορεί να χρησιμοποιεί βία για να κάνει κάποιον να βοηθήσει κάποιον άλλο. Πρώτον, εξετάζει ένα παράδειγμα που μας προσφέρει ο Friedrich A. von Hayek. Σε αυτό το παράδειγμα υπάρχει ένας «μονοπωλιακός» ιδιοκτήτης του νερού μιας όασης. Ο Rothbard επισημαίνει ότι ο ιδιοκτήτης έχει το δικαίωμα να μην πωλήσει το νερό στους επίδοξους πελάτες. Ο ιδιοκτήτης ενεργεί εντός των δικαιωμάτων του αν κρατάει το νερό για τον εαυτό του, και δεν μπορεί να αναγκαστεί να βοηθήσει διψασμένους ανθρώπους πωλώντας το:
«Η κατάσταση μπορεί κάλλιστα να είναι δυσάρεστη για τους πελάτες, όπως άλλωστε και πολλές καταστάσεις στη ζωή, αλλά ο προμηθευτής μιας εξαιρετικά σπάνιας και ζωτικής σημασίας υπηρεσίας δεν ενεργεί με καμία έννοια «καταναγκαστικά» ούτε με το να αρνείται να πωλήσει, ούτε με το να καθορίζει ο ίδιος την τιμή που οι αγοραστές είναι πρόθυμοι να πληρώσουν . Και οι δύο αυτές ενέργειες εμπίπτουν στα δικαιώματά του ως ελεύθερου ανθρώπου και ως δίκαιου κατόχου ιδιοκτησίας. Ο ιδιοκτήτης της όασης είναι υπεύθυνος μόνο για την ύπαρξη των δικών του ενεργειών και την ύπαρξη της ιδιοκτησίας του. Δεν είναι υπόλογος για την ύπαρξη της ερήμου ή για το γεγονός ότι οι άλλες πηγές έχουν στερέψει.» (1982, σελ. 221)
Ας εφαρμόσουμε αυτό το σκεπτικό στην τρέχουσα κατάσταση: ο ιδιοκτήτης μιας επιχείρησης έχει το δικαίωμα να την ανοίξει. Ο ιδιοκτήτης ενός κήπου έχει το δικαίωμα να τον χρησιμοποιήσει, και ο πεζός έχει το δικαίωμα να περπατήσει στο δρόμο. Είναι υπεύθυνοι μόνο για τις δικές τους ενέργειες και την ιδιοκτησία τους, και όχι για την ύπαρξη του κορωνοϊού, ή για το γεγονός ότι τα κρατικά νοσοκομεία πάσχουν από κακή διαχείριση.
Φυσικά, αν κάποιος γνωρίζει ότι είναι φορέας ενός ιού και ανοίγει την επιχείρησή του με σκοπό να τον μεταδώσει και να βλάψει τους πελάτες του, αυτό αποτελεί μια διαφορετική περίπτωση. Αυτό θα ήταν εγκληματική συμπεριφορά και επομένως θα ήταν δικαιολογημένη η αμυντική βία, όπως το κλείσιμο της επιχείρησης υπό την απειλή κυρώσεων. Αλλά πώς ξέρουμε ότι το άνοιγμα της επιχείρησης είναι πραγματικά μια πράξη επιθετικότητας εκ μέρος του φορέα ιδιοκτήτη;
Όπως επισημαίνει ο Rothbard, το βάρος της απόδειξης το έχουν εκείνοι που χρησιμοποιούν την βία:
«το βάρος της απόδειξης ότι έχει πραγματικά σημειωθεί κάποια επιθετική ενέργεια πρέπει να βαραίνει το πρόσωπο που κάνει χρήση της αμυντικής βίας.» (1982, σελ. 78)
Ξέρουμε ότι κάποιος είναι εγκληματίας μόνο όταν καταδικαστεί. Μέχρι να καταδικαστούν οι άνθρωποι, πρέπει να απολαμβάνουν όλα τα δικαιώματα των αθώων, όπως είναι λ.χ. το να μπορούν να βγουν από το σπίτι τους, ή το να μπορούν να ανοίξουν το κατάστημά τους. Όπως μας υπενθυμίζει ο Rothbard (1982, σελ. 82), «είναι αθώοι μέχρι να αποδειχθούν ένοχοι».
Ο Rothbard παρέχει κι ένα δεύτερο παράδειγμα υπέρ του ισχυρισμού του ότι κανείς δεν μπορεί να εξαναγκαστεί να βοηθήσει άλλους. Αυτό το παράδειγμα αφορά μια επιδημία και, ως εκ τούτου, αξίζει να αναφερθούμε εκτενώς:
«Ας υποθέσουμε ότι υπάρχει ένας μόνο γιατρός σε μια κοινότητα και ξεσπάει μια επιδημία. Αυτός και μόνο μπορεί να θεραπεύσει την ασθένεια αναρίθμητων συμπολιτών του – μια ενέργεια που είναι σίγουρα ζωτικής σημασίας για την ύπαρξή τους. Τους «εξαναγκάζει» εάν (α) αρνηθεί να κάνει οτιδήποτε, ή φύγει από την πόλη, ή (β) αν χρεώσει μια πολύ υψηλή τιμή για τις θεραπευτικές του υπηρεσίες; Σίγουρα όχι. Γιατί δεν υπάρχει τίποτα μεμπτό σε έναν άνθρωπο που χρεώνει την αξία των υπηρεσιών του στους πελάτες του, δηλαδή το τι είναι πρόθυμοι να πληρώσουν. Έχει επίσης κάθε δικαίωμα να αρνηθεί να κάνει οτιδήποτε. Ενώ μπορεί να κατακριθεί ηθικά ή αισθητικά, έχει κάθε δικαίωμα ως ιδιοκτήτης του εαυτού του να αρνηθεί να θεραπεύσει, ή να συμφωνήσει να το πράξει μόνο για μια υψηλή αμοιβή. Επιπλέον, το να πούμε ότι τους «εξαναγκάζει» σημαίνει ότι είναι σωστό – και όχι εξαναγκασμός – να τον εξαναγκάσουν οι πελάτες του ή οι εκπρόσωποί τους να τους θεραπεύσει: εν συντομία, να νομιμοποιήσουν τη δική του υποδούλωση. Αλλά σίγουρα η υποδούλωση, η υποχρεωτική εργασία, πρέπει να θεωρείται εξαναγκασμός με οποιαδήποτε λογική έννοια του όρου.»
Εάν ο γιατρός δεν μπορεί να εξαναγκαστεί να βοηθήσει κατά τη διάρκεια μιας επιδημίας, τότε κατά μείζονα λόγο, ούτε ένας κανονικός πολίτης δεν μπορεί να εξαναγκαστεί να βοηθήσει. Είναι σίγουρα πιθανό κάποιος να βοηθά τους άλλους σε αυτές τις περιόδους παραμένοντας σπίτι, κλείνοντας την επιχείρησή του, ή δωρίζοντας ιατρικό εξοπλισμό. Ωστόσο, εξαναγκάζοντας τους ανθρώπους να μείνουν στο σπίτι, κλείνοντας τις επιχειρήσεις τους και απαλλοτριώνοντας ιδιωτικό ιατρικό εξοπλισμό, παραβιάζονται τα ιδιοκτησιακά δικαιώματά τους. Πρόκειται για έγκλημα, απλά και καθαρά. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να περιορίσει έναν άλλο (αθώο) άνθρωπο στο σπίτι του ή να τον υποχρεώσει να κλείσει την επιχείρησή του.
Το επιχείρημα ότι ο κεντρικός σχεδιασμός μέσω του περιορισμού ή άλλων μορφών βίας θα έσωζε ζωές είναι επίσης εξαιρετικά προβληματικό, διότι αγνοεί το πρόβλημα του οικονομικού υπολογισμού. Αυτές οι παραβιάσεις της ιδιωτικής ιδιοκτησίας συνεπάγονται (υποκειμενικά) κόστη, που δεν μπορούν να υπολογιστούν και να συγκριθούν με τα οφέλη, τουλάχιστον κατά έναν μη αυθαίρετο τρόπο.
Για παράδειγμα, το να περιορίζονται οι άνθρωποι στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού τους, με την αντίστοιχη έλλειψη σωματικής άσκησης που αυτό συνεπάγεται, θα οδηγήσει, -μεταξύ άλλων- σε αυξημένες καρδιαγγειακές παθήσεις, υψηλή αρτηριακή πίεση, εγκεφαλικά επεισόδια και θρομβώσεις. Επιπλέον, το ψυχολογικό βάρος του εγκλεισμού είναι τεράστιο. Η ψυχολογική ένταση μπορεί να προκαλέσει διαζύγια και να διαλύσει οικογένειες, ή να οδηγήσει σε ψυχολογικό τραυματισμό και κατάθλιψη. Η ενδο-οικογενειακή βία και η κακοποίηση παιδιών αναμένεται να αυξηθούν. Εν ολίγοις, ορισμένοι άνθρωποι μπορεί να πεθάνουν εξαιτίας αυτών των παραβιάσεων της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, ενώ άλλοι μπορεί να σωθούν.
Επιπλέον, το οικονομικό χάος που δημιουργείται από αυτά τα μέτρα είναι δυνητικά καταστροφικό. Είναι αλήθεια ότι θα υπήρχε ούτως ή άλλως μια οικονομική κρίση λόγω των στρεβλώσεων που δημιουργεί η τρέχουσα νομισματική πολιτική. Η επιδημία απλά πυροδότησε την κρίση. Παρ’ όλα αυτά, η κρίση γίνεται χειρότερη από τις κυβερνητικές παραβιάσεις των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας. Εάν δεν επιτρέπεται στους ανθρώπους να παράγουν, επειδή δεν μπορούν να βγουν από τα σπίτια τους ή να ανοίξουν τις επιχειρήσεις τους, η παραγωγή μοιραία πέφτει.
Οι ιδιοκτήτες επιχειρήσεων που βλέπουν τους κόπους ολόκληρης της ζωής τους να καταστρέφονται από την πολιτική αντίδραση στον ιό, είναι πιθανό να υποστούν καρδιακή προσβολή, να πέσουν σε κατάθλιψη, να αυτοκτονήσουν, ή να γίνουν αλκοολικοί. Παρόμοιες συνέπειες μπορεί να περιμένουν τους εργαζόμενους που μένουν άνεργοι λόγω των πολιτικών μέτρων.
Επιπλέον, το βιοτικό επίπεδο θα πέσει καθώς η οικονομική δραστηριότητα καταπνίγεται από τους περιορισμούς. Θα υπάρχουν λιγότερα αγαθά και υπηρεσίες διαθέσιμα για να διατηρήσουν, πόσο μάλλον να βελτιώσουν, την ποιότητα ζωής, επειδή τα αγαθά αυτά απλά δεν θα παραχθούν. Και αν καταρρεύσει η οικονομία του δυτικού κόσμου, η Δύση θα αγοράζει λιγότερα αγαθά και υπηρεσίες από φτωχές χώρες. Επομένως, το βιοτικό επίπεδο θα πέσει και στον τρίτο κόσμο, κάτι όπου εκεί μπορεί να σημαίνει τη διαφορά μεταξύ ζωής και θανάτου για πολλούς ανθρώπους. Γενικά, η φτώχεια σημαίνει μείωση της μακροζωίας. Οι πλούσιοι άνθρωποι τείνουν να ζουν περισσότερο από τους φτωχούς.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο προχωρούν στο «δρόμο προς την δουλεία», ελέγχουν τους πολίτες τους και αυξάνουν τη δύναμή τους σε σχέση με τον ιδιωτικό τομέα μέσω αυξημένων δημόσιων δαπανών και νέων κανονισμών. Σύμφωνα με το «το φαινόμενο της καστάνιας» (rachet effect) όπως ορίστηκε από τον Robert Higgs, η κρατική εξουσία συνήθως αυξάνεται σε καιρούς κρίσης. Ωστόσο, όταν η κρίση υποχωρήσει, η κυβερνητική εξουσία δεν μειώνεται στο αρχικό της εύρος. Έτσι, μακροπρόθεσμα, το θύμα της κρατικής επιβολής μπορεί να είναι η ίδια η ελευθερία. Μπορεί να εγκαθιδρυθούν περισσότερα σοσιαλιστικά καθεστώτα. Και σε αυτά τα καθεστώτα το προσδόκιμο ζωής είναι μικρότερο. Όσο μεγαλύτερη είναι η εξουσία της κυβέρνησης, τόσο χαμηλότερη θα είναι η ποσότητα και η ποιότητα ζωής, ceteris paribus. Για παράδειγμα, οι καπιταλιστές δυτικογερμανοί είχαν ένα προσδόκιμο ζωής περίπου τρία χρόνια μεγαλύτερο από εκείνο των σοσιαλιστών ανατολικογερμανών συμπατριωτών τους.
Βεβαίως, είναι αλήθεια ότι ο κρατικός εξαναγκασμός μπορεί να αυξήσει το προσδόκιμο ζωής ορισμένων ανθρώπων βραχυπρόθεσμα. Η επιβολή περιορισμών σε μια επιδημία είναι ένα μόνο παράδειγμα. Υπάρχουν και άλλες δυνατότητες. Η κυβέρνηση μπορεί να απαγορεύσει το κάπνισμα, ή να επιδοτήσει την κατανάλωση φρούτων και λαχανικών, ή αθλητικές δραστηριότητες. Μπορεί να χρησιμοποιήσει τα φορολογικά έσοδα για τη βελτίωση της ιατρικής φροντίδας του πληθυσμού, αυξάνοντας έτσι το προσδόκιμο ζωής.
Ωστόσο, πόση τεχνητή αύξηση της δημόσιας υγείας είναι αρκετή; Για παράδειγμα, πόσο από το ΑΕΠ θα πρέπει να δαπανηθεί για την υγειονομική περίθαλψη; Πέντε τοις εκατό, 10 τοις εκατό, 50 τοις εκατό, ή το 90 τοις εκατό του ΑΕΠ; Σίγουρα η μεγαλύτερη δαπάνη μπορεί να αυξήσει το προσδόκιμο ζωής. Αλλά πώς μπορεί ο εκάστοτε κυβερνητικός αξιωματούχος να γνωρίζει το σωστό ποσοστό;
Ομοίως, πόσο από το ΑΕΠ θα πρέπει να θυσιάζεται σε μια επιδημία με περισσότερο ή λιγότερο δραστικά μέτρα περιορισμού; Θα πρέπει να τερματιστεί το 5%, το 10%, το 50%, ή το 90% των παραγωγικών δραστηριοτήτων προκειμένου να επιβραδυνθεί η εξάπλωση του ιού; Δεν υπάρχει κανένας αμερόληπτος τρόπος να αποφασίσει γι’ αυτά τα θέματα ένας κεντρικός σχεδιαστής. Όλα τα κυβερνητικά μέτρα συνοδεύονται από κόστη που δεν μπορούν να ποσοτικοποιηθούν.
Υπάρχει μόνο μία εναλλακτική λύση απέναντι στον αυθαίρετο κεντρικό σχεδιασμό του κράτους και την παραβίαση των δικαιωμάτων ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Αυτή η εναλλακτική λύση είναι ο φιλελευθερισμός, η εναλλακτική που ο Murray Rothbard υπερασπίστηκε πάντα με σθένος: οι εθελούσιες αποφάσεις των κατόχων ιδιωτικής ιδιοκτησίας.
***
Ο Philipp Bagus είναι καθηγητής οικονομικών στο Universidad Rey Juan Carlos της Μαδρίτης. Είναι συνεργάτης του Ινστιτούτου Ludwig von Mises, μελετητής του IREF, και συγγραφέας πολυάριθμων βιβλίων.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του Ινστιτούτου Ludwig von Mises