Δημοκρατία της αγοράς, κυβερνητική ανικανότητα και η δικτατορία των συνδικάτων

0
4106
Οι συνδικαλιστές των οποίων η απεργία διακόπτει την παροχή νερού, φωτός, τροφίμων και άλλων αναγκών είναι σε θέση να αποκτήσουν ό, τι θέλουν σε βάρος του υπόλοιπου πληθυσμού. Είναι ολοκληρωτισμός που στρέφεται ενάντια στην δημοκρατία της αγοράς.
Οι συνδικαλιστές των οποίων η απεργία διακόπτει την παροχή νερού, φωτός, τροφίμων και άλλων αναγκών είναι σε θέση να αποκτήσουν ό, τι θέλουν σε βάρος του υπόλοιπου πληθυσμού. Είναι ολοκληρωτισμός που στρέφεται ενάντια στην δημοκρατία της αγοράς.

Άνθρωποι κάνουν προτάσεις όπως: ας αυξήσουμε τις τιμές των γεωργών, ας αυξήσουμε τα επίπεδα των μισθών, ας μειώσουμε τα κέρδη, ας μειώσουμε τους μισθούς των διευθυντών. Όταν όμως λένε να «αυξήσουμε», να «μειώσουμε», η να «κάνουμε», αναφέρονται στην αστυνομία, όχι στους καταναλωτές στη δημοκρατία της αγοράς.

 

Του Ludwig Von Mises

Απόδοση: Ευθύμης Μαραμής

Η αυθεντική δημοκρατία της αγοράς

Η αγορά είναι μια δημοκρατία στην οποία κάθε δεκάρα δίνει δικαίωμα ψήφου. Είναι αλήθεια ότι τα διάφορα άτομα δεν έχουν την ίδια δύναμη ψήφου. Ο πλουσιότερος διαθέτει περισσότερα ψηφοδέλτια από ό, τι ο φτωχότερος. Αλλά το να είσαι πλούσιος και να κερδίζεις ένα υψηλότερο εισόδημα, στην οικονομία της αγοράς, αποτελεί ήδη το αποτέλεσμα προηγούμενων εκλογών. Το μόνο μέσο για την απόκτηση πλούτου και τη διατήρησή του, σε μια οικονομία της αγοράς που δεν νοθεύεται από τα προνόμια και τους περιορισμούς που επιβάλλουν οι κυβερνήσεις, είναι η εξυπηρέτηση των καταναλωτών με τον καλύτερο και φθηνότερο τρόπο.

Οι καπιταλιστές και οι ιδιοκτήτες γης που αποτυγχάνουν σε αυτό το θέμα θα υποστούν ζημίες. Εάν δεν αλλάξουν τη διαδικασία παραγωγής τους, χάνουν τον πλούτο τους και γίνονται φτωχοί. Είναι οι καταναλωτές που κάνουν τους φτωχούς ανθρώπους πλούσιους και τους πλούσιους φτωχούς. Είναι οι καταναλωτές που καθορίζουν υψηλότερους τους μισθούς ενός αστέρα του κινηματογράφου και ενός τραγουδιστή, από εκείνους ενός ηλεκτροσυγκολλητή ή ενός λογιστή.

Κάθε διαφορετικό άτομο, είναι ελεύθερο να διαφωνήσει με το αποτέλεσμα μιας προεκλογικής εκστρατείας ή με την διαδικασία της αγοράς. Αλλά σε μια δημοκρατία δεν έχει άλλα μέσα για να αλλάξει τα πράγματα πέρα από την πειθώ. Αν κάποιος έλεγε: «Δεν μου αρέσει ο δήμαρχος που εκλέγεται με πλειοψηφία, επομένως, ζητώ από την κυβέρνηση να τον αντικαταστήσει με αυτόν που προτιμώ», δύσκολα θα τον αποκαλούσαμε δημοκράτη. Αλλά εάν οι ίδιες απαιτήσεις ανακύψουν σχετικά με την αγορά, οι περισσότεροι άνθρωποι πλήττουν, η αποτυγχάνουν να ανακαλύψουν τις υποκείμενες δικτατορικές φιλοδοξίες. Οι καταναλωτές έχουν κάνει τις επιλογές τους και έχουν καθορίσει το εισόδημα του κατασκευαστή παπουτσιών, του αστέρα της ταινίας και του ηλεκτροσυγκολλητή.

Επιβολή τιμών μέσω εξαναγκασμού

Ποιος είναι ο καθηγητής Χ που αξιώνει για τον εαυτό του, το προνόμιο να ανατρέψει την απόφασή του καταναλωτή; Αν δεν ήταν δυνητικός δικτάτορας, δεν θα ζητούσε από την κυβέρνηση να παρέμβει. Θα προσπαθούσε να πείσει τους συμπολίτες του να αυξήσουν τη ζήτησή τους για τα προϊόντα των συγκολλητών και να μειώσουν τη ζήτηση για παπούτσια και κινηματογραφικές ταινίες.

Οι καταναλωτές δεν είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν για τις τιμές βαμβακιού που θα καθιστούσαν κερδοφόρες τις οριακές εκμεταλλεύσεις γης, δηλαδή εκείνες που παράγουν υπό τις ελάχιστες δυνατές κερδοφόρες συνθήκες. Αυτό είναι πολύ λυπηρό για τους γεωργούς. Πρέπει να διακόψουν την καλλιέργεια βαμβακιού και να προσπαθήσουν να ενταχθούν με άλλο τρόπο σε ολόκληρη την παραγωγική διαδικασία της αγοράς. Τι θα σκεφτούμε όμως για τον πολιτικό ο οποίος παρεμβαίνει με εξαναγκασμό για να αυξήσει την τιμή του βαμβακιού πάνω από το επίπεδο της ελεύθερης αγοράς; Αυτό που επιδιώκει ο παρεμβατιστής, είναι η υποκατάσταση της επιλογής των καταναλωτών, με την αστυνομική απειλή.

Όλη αυτή η συζήτηση πως: το κράτος πρέπει να κάνει αυτό ή το άλλο, τελικά σημαίνει πως: η αστυνομία πρέπει να αναγκάσει τους καταναλωτές να συμπεριφέρονται διαφορετικά από ό, τι θα συμπεριφερόταν αυθόρμητα. Άνθρωποι κάνουν προτάσεις όπως: ας αυξήσουμε τις τιμές των γεωργών, ας αυξήσουμε τα επίπεδα των μισθών, ας μειώσουμε τα κέρδη, ας μειώσουμε τους μισθούς των διευθυντών. Όταν όμως λένε να «αυξήσουμε», να «μειώσουμε», η να «κάνουμε», αναφέρονται στην αστυνομία, όχι στους καταναλωτές στη δημοκρατία της αγοράς.

Η δικτατορία των συνδικάτων

Ωστόσο, οι εμπνευστές αυτών των σχεδίων, διαδηλώνουν πως σχεδιάζουν την ελευθερία και τη βιομηχανική δημοκρατία. Στις περισσότερες μη σοσιαλιστικές χώρες, τα εργατικά συνδικάτα έχουν ειδικά προνόμια. Επιτρέπεται να εμποδίζουν τα μέλη που δεν ανήκουν στα συνδικάτα τους από το να εργάζονται. Επιτρέπεται να καλέσουν σε απεργία και, όταν βρίσκονται σε απεργία, είναι ουσιαστικά ελεύθεροι να χρησιμοποιήσουν βία εναντίον όσων είναι διατεθειμένοι να συνεχίσουν να εργάζονται.

Αυτό το σύστημα παρέχει ένα απεριόριστο προνόμιο σε όσους ασχολούνται με ζωτικούς κλάδους της βιομηχανίας. Οι εργαζόμενοι των οποίων η απεργία διακόπτει την παροχή νερού, φωτός, τροφίμων και άλλων αναγκών είναι σε θέση να αποκτήσουν ό, τι θέλουν σε βάρος του υπόλοιπου πληθυσμού.

Άλλες αμερικανικές και Ευρωπαϊκές συνδικαλιστικές οργανώσεις είναι λιγότερο προσεκτικές. Έχουν την πρόθεση να επιβάλλουν αυξήσεις των μισθών χωρίς να ενοχλούνται από την καταστροφή που προκύπτει αναπόφευκτα. Οι παρεμβατιστές δεν είναι αρκετά έξυπνοι για να συνειδητοποιήσουν ότι ο εξαναγκασμός και η πίεση των εργατικών συνδικάτων, είναι απολύτως ασυμβίβαστες έννοιες με οποιοδήποτε σύστημα κοινωνικής οργάνωσης.

Το πρόβλημα των συνδικάτων δεν έχει καμιά σχέση με το δικαίωμα των πολιτών να συνεργάζονται μεταξύ τους σε ενώσεις και συνελεύσεις. Καμία δημοκρατική χώρα δεν αρνείται στους πολίτες της αυτό το δικαίωμα. Ούτε κανείς αμφισβητεί το δικαίωμα του ανθρώπου να σταματήσει την εργασία και να απεργήσει. Το μόνο ερώτημα είναι, εάν τα συνδικάτα μπορούν να έχουν το προνόμιο να στραφούν στη βία ατιμώρητα. Δεν υπάρχει κοινωνική συνεργασία στο πλαίσιο του καταμερισμού της εργασίας, όταν επιτρέπεται σε κάποιους ανθρώπους ή σε συνδικαλιστικές οργανώσεις να καταφύγουν στη βία και την απειλή βίας αποτρέποντας την εργασία άλλων ανθρώπων. Όταν επιβάλλεται δια της βίας, μια απεργία σε ζωτικούς κλάδους παραγωγής, ή μια γενική απεργία, ισοδυναμεί με μια επαναστατική καταστροφή της κοινωνίας.

Κυβερνητική ανικανότητα 

Μια κυβέρνηση, αποποιείται του ρόλου της αν ανεχθεί τη χρήση βίας από οποιαδήποτε μη κυβερνητική υπηρεσία. Αν η κυβέρνηση εγκαταλείψει το μονοπώλιο του εξαναγκασμού και του καταναγκασμού, προκύπτουν αναρχικές συνθήκες. Αν ένα δημοκρατικό κυβερνητικό σύστημα, είναι ανεπαρκές στο να προστατεύσει άνευ όρων το δικαίωμα κάθε ατόμου να εργάζεται ενάντια στις τάξεις μιας συλλογικής ένωσης, η δημοκρατία θα ήταν καταδικασμένη. Στη συνέχεια, η δικτατορία θα είναι το μόνο μέσο για τη διατήρηση του καταμερισμού της εργασίας και την αποφυγή της αναρχίας.

Αυτό που δημιούργησε τη δικτατορία στη Ρωσία και τη Γερμανία, ήταν ακριβώς το γεγονός ότι η νοοτροπία αυτών των εθνών κατέστησε ακατόρθωτη την καταστολή της συνδικαλιστικής βίας υπό δημοκρατικές συνθήκες. Οι δικτάτορες κατάργησαν τις απεργίες και έτσι έσπασαν τη σπονδυλική στήλη του εργατικού συνδικαλισμού.

Κατάλυση της δημοκρατίας της αγοράς

Στην κομμουνιστική αυτοκρατορία της ΕΣΣΔ δεν υφίσταντο απεργίες. Είναι απατηλό να πιστεύουμε ότι η διαιτησία των εργατικών διαφορών θα μπορούσε να φέρει τα συνδικάτα στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς και να καταστήσει τη λειτουργία τους συμβατή με τη διατήρηση της εσωτερικής ειρήνης. Η δικαστική επίλυση διαφορών είναι εφικτή εάν υπάρχει ένα σύνολο κανόνων, σύμφωνα με τους οποίους μπορούν να κριθούν οι μεμονωμένες περιπτώσεις. Αλλά αν ένας τέτοιος κώδικας και οι διατάξεις του εφαρμόζονται στον καθορισμό του ύψους των μισθών, δεν είναι πλέον η δημοκρατία της αγοράς που καθορίζει τους μισθούς, αλλά ο κώδικας και εκείνοι που εφαρμόζουν τον κώδικα.

Τότε, η κυβέρνηση είναι που έχει τον έλεγχο και όχι πλέον οι καταναλωτές, που αγοράζουν και πωλούν στην αγορά. Εάν δεν υπάρχει τέτοιος κώδικας, δεν υπάρχει πρότυπο σύμφωνα με το οποίο θα μπορούσε να λύσουμε μια διαμάχη μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων. Είναι μάταιο να μιλάμε για «δίκαιους» μισθούς ελλείψει ενός τέτοιου κώδικα. Η έννοια της δικαιοσύνης είναι απροσδιόριστη, αν δεν σχετίζεται με ένα καθιερωμένο πρότυπο. Στην πράξη, εάν οι εργοδότες δεν ενδώσουν στις απειλές των συνδικάτων, η ετυμηγορία ισοδυναμεί με τον καθορισμό των μισθών από τον διαμεσολαβητή που έχει οριστεί από την κυβέρνηση. Η κυβερνητική αυταρχικότητα αντικαθιστά την τιμή της αγοράς, όπως αυτή θα προέκυπτε βάσει των επιθυμιών της πλειοψηφίας των καταναλωτών.

Καπιταλισμός η σοσιαλισμός;

Το ζήτημα είναι πάντα το ίδιο: η κυβέρνηση ή η αγορά. Δεν υπάρχει τρίτη λύση! Οι λογοτεχνικές μεταφορές είναι συχνά πολύ χρήσιμες για την αποσαφήνιση περίπλοκων προβλημάτων και για την κατανόησή τους από λιγότερο ευφυή μυαλά. Αλλά γίνονται παραπλανητικές και οδηγούν σε παραλογισμούς, αν οι άνθρωποι ξεχνούν ότι κάθε σύγκριση είναι προσεγγιστική. Είναι ανόητο να παίρνουμε κυριολεκτικά τα μεταφορικά ιδιώματα και να εξάγουμε από την ερμηνεία τους χαρακτηριστικά του αντικειμένου που επιθυμούμε να καταστήσουμε πιο εύκολο και κατανοητό. Δεν υπάρχει κάτι εγγενώς κακό στην περιγραφή της λειτουργίας της αγοράς από τους οικονομολόγους ως αυτόματη και στη συνήθεια τους να κάνουν αναφορά σε απρόσωπες δυνάμεις που λειτουργούν στην αγορά.

Δεν θα περίμεναν ότι κάποιος θα ήταν τόσο ανόητος, ώστε να πάρει αυτές τις μεταφορές κυριολεκτικά. Δεν αποτελείται από «αυτόματες» και «απρόσωπες» δυνάμεις ο «μηχανισμός» της αγοράς. Οι μόνοι παράγοντες που καθοδηγούν την αγορά και καθορίζουν τις τιμές, είναι οι σκοπούμενες πράξεις των ανθρώπων. Δεν υπάρχει αυτοματισμός. Υπάρχουν άνθρωποι που συνειδητά στοχεύουν σε επιλεγμένους στόχους και σκοπίμως καταφεύγουν σε συγκεκριμένα μέσα για την επίτευξη αυτών των σκοπών. Δεν υπάρχουν μυστηριώδεις μηχανικές δυνάμεις. Υπάρχει μόνο η βούληση κάθε ατόμου να ικανοποιήσει τη ζήτηση του για διάφορα αγαθά. Δεν υπάρχει ανωνυμία. Υπάρχετε εσείς και εγώ και ο Βασίλης και ο Γιάννης και όλοι οι υπόλοιποι. Και ο καθένας μας ασχολείται τόσο με την παραγωγή, όσο και με την κατανάλωση. Ο καθένας συνεισφέρει το μερίδιό του στον καθορισμό των τιμών.

Συμπέρασμα

Το δίλημμα δεν βρίσκεται μεταξύ των αυτόματων δυνάμεων και της προγραμματισμένης δράσης. Βρίσκεται ανάμεσα στη δημοκρατική διαδικασία της αγοράς, στην οποία ο κάθε άνθρωπος έχει το μερίδιό του και στον αποκλειστικό έλεγχο ενός δικτατορικού σώματος. Οτιδήποτε κάνουν οι άνθρωποι στην οικονομία της αγοράς, αφορά την εκτέλεση των δικών τους σχεδίων. Με αυτή την έννοια κάθε ανθρώπινη πράξη προϋποθέτει σχεδιασμό. Αυτό, που υποστηρίζουν εκείνοι, που αποκαλούν τους εαυτούς τους σχεδιαστές, δεν είναι η αντικατάσταση της σχεδιασμένης δράσης, ώστε να απαλλάξουν το άτομο από το άγχος του σχεδιασμού.

Είναι η αντικατάσταση των σχεδίων των συνανθρώπων τους με το πλάνο του κεντρικού σχεδιαστή. Ο σχεδιαστής είναι ένας δυνητικός δικτάτορας, που θέλει να στερήσει από όλους τους άλλους την εξουσία να σχεδιάζουν και να ενεργούν σύμφωνα με τα δικά τους σχέδια. Σκοπεύει σε ένα μόνο πράγμα: την αποκλειστική απόλυτη υπεροχή του δικού του σχεδίου.

***

 

Αυτή η νέα έκδοση του Planned Chaos από τον Ludwig von Mises, παρουσιάζεται με μια νέα εισαγωγή από τον Chris Westley του Πανεπιστημίου του Jacksonville. Ο τίτλος προέρχεται από την περιγραφή του von Mises σχετικά με την πραγματικότητα του κεντρικού σχεδιασμού και του σοσιαλισμού, είτε της εθνικής μορφής του (ναζισμού) είτε της διεθνούς ποικιλίας (κομμουνισμού). 

Βρίσκετε ενδιαφέροντα τα άρθρα στην «Ελεύθερη Αγορά»; Εκτιμάτε την προσπάθεια μας; Κάντε τώρα μια δωρεά 5 ευρώ και ενισχύστε μας.





Διαβάστε περισσότερα: