Το δημόσιο μπορεί να αξιολογηθεί μόνο αν ιδιωτικοποιηθεί

0
5860
Ο εξορθολογισμός του δημοσίου είναι ανέφικτος. Η καλύτερη λύση είναι αυτή του Thomas Jefferson:
Ο εξορθολογισμός του δημοσίου είναι ανέφικτος. Η καλύτερη λύση είναι αυτή του Thomas Jefferson: "H καλύτερη κυβέρνηση είναι αυτή που κυβερνάει λιγότερο." Οποιαδήποτε μείωση του δημόσιου τομέα, οποιαδήποτε μετατόπιση δραστηριοτήτων από το δημόσιο προς τον ιδιωτικό τομέα, είναι ένα καθαρό ηθικό και οικονομικό όφελος για την κοινωνία.

 

Οποιαδήποτε μείωση του δημόσιου τομέα, οποιαδήποτε μετατόπιση δραστηριοτήτων από το δημόσιο προς τον ιδιωτικό τομέα, είναι ένα καθαρό ηθικό και οικονομικό όφελος για την κοινωνία.

Του Murray N. Rothbard
Απόδοση: Ευθύμης Μαραμής και Μιχάλης Γκουντής

Εισαγωγή

Ακούμε πολλά και συζητάμε πολύ για τον «δημόσιο τομέα» – για το κατά πόσον ο δημόσιος τομέας πρέπει να αυξηθεί ή όχι σε σχέση με τον «ιδιωτικό τομέα». Η ίδια η ορολογία από μόνη της, αποτελεί κακοποίηση της γνήσιας επιστήμης και μάλιστα προκύπτει από τον υποτιθέμενα επιστημονικό, αν και μάλλον βρόμικο, κόσμο των «στατιστικών εθνικού προϊόντος» (ΑΕΠ). Αλλά αυτό το σκεπτικό στην πραγματικότητα, είναι γεμάτο από  βαρύτατες επιπλοκές.

Εθνικό προϊόν και «παραγωγικότητα» του κράτους

Πρώτον, μπορούμε να ρωτήσουμε, «δημόσιος τομέας» για ποιο πράγμα; Για αυτό που ονομάζεται «εθνικό προϊόν». Αλλά σημειώστε τις υποκείμενες κρυφές υποθέσεις: ότι το «εθνικό προϊόν» είναι κάτι σαν μία πίτα, που αποτελείται από διάφορους «τομείς» και αυτοί οι τομείς, τόσο οι δημόσιοι όσο και οι ιδιωτικοί, προστίθενται για να συνθέσουν το προϊόν της οικονομίας στο σύνολό της. Με αυτόν τον τρόπο, η υπόθεση υποδηλώνει αυθαίρετα στην ανάλυση, ότι ο δημόσιος και ο ιδιωτικός τομέας είναι εξίσου παραγωγικοί, εξίσου σημαντικοί και ισότιμοι και ότι η «απόφαση» μας για τα ποσοστά του δημόσιου έναντι του ιδιωτικού τομέα, είναι περίπου τόσο αβλαβής όσο με την απόφαση κάποιου για το αν θα φάει κέικ ή παγωτό.

Το κράτος θεωρείται ως ένας φιλικός οργανισμός  παροχής υπηρεσιών, κάτι παρόμοιο με το γωνιακό παντοπωλείο, η το συμβούλιο της πολυκατοικίας, στο οποίο «εμείς» συγκεντρωνόμαστε για να αποφασίσουμε πόσα πρέπει να κάνει «η κυβέρνησή μας» για (ή σε) εμάς. Ακόμη και οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι που τείνουν να ευνοούν την ελεύθερη αγορά και την ελεύθερη κοινωνία, συχνά θεωρούν το κράτος ως ένα γενικά αναποτελεσματικό, αλλά, φιλικό οργανισμό κοινωνικών υπηρεσιών, το οποίο καταγράφει μηχανικά τις αξίες και τις αποφάσεις «μας».

Κάποιος θα θεωρούσε πως δεν είναι δύσκολο για τους ακαδημαϊκούς αλλά και τους απλούς ανθρώπους να αντιληφθούν το γεγονός ότι η κυβέρνηση δεν είναι ένας συνηθισμένος οργανισμός. Ότι διαφέρει θεμελιωδώς από όλα τα άλλα όργανα και τους θεσμούς της κοινωνίας. Δηλαδή ότι ζει και αποκτά τα έσοδά του με εξαναγκασμό και όχι εθελοντικά.

Τι ονομάζουμε παραγωγικότητα του ιδιωτικού τομέα;

Αφήνοντας τον δημόσιο τομέα, ας αναρωτηθούμε: από τι αποτελείται η παραγωγικότητα του «ιδιωτικού τομέα» της οικονομίας; Η παραγωγικότητα του ιδιωτικού τομέα δεν πηγάζει από το γεγονός ότι οι άνθρωποι σπεύδουν να κάνουν «κάτι», οτιδήποτε, με τους πόρους τους. Συνίσταται από το γεγονός ότι χρησιμοποιούν αυτούς τους πόρους για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες και τις επιθυμίες των καταναλωτών. Οι επιχειρηματίες και παραγωγοί κατευθύνουν τις ενέργειές τους στην ελεύθερη αγορά για να παράγουν εκείνα τα προϊόντα που θα ανταμείβονται περισσότερο από τους καταναλωτές, ώστε η πώληση αυτών των προϊόντων να μπορεί κατά συνέπεια «να μετρήσει» την αξία  που δίνουν οι καταναλωτές σε αυτά. Αν εκατομμύρια άνθρωποι στρέψουν τις ενέργειές τους προς την παραγωγή κάρων για άλογα, δεν θα είναι σε θέση να τα πουλήσουν στη σημερινή εποχή και επομένως η παραγωγικότητα τους θα είναι ουσιαστικά μηδενική.

Από την άλλη πλευρά, αν δαπανηθούν μερικά εκατομμύρια δολάρια σε ένα δεδομένο έτος στο προϊόν Χ, τότε οι στατιστικολόγοι μπορεί κάλλιστα να κρίνουν ότι αυτά τα εκατομμύρια αποτελούν την αποδοτική παραγωγή του Χ – μέρους του «ιδιωτικού τομέα» της οικονομίας.

Μόνο η αγορά χρησιμοποιεί παραγωγικά τους περιορισμένους μας πόρους

Ένα από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά των οικονομικών μας πόρων είναι η σπανιότητα: η γη, το εργατικό δυναμικό και οι παραγωγικοί συντελεστές κεφαλαίου-αγαθών είναι όλοι λιγοστοί και μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε διάφορες πιθανές χρήσεις. Η ελεύθερη αγορά χρησιμοποιεί τους πόρους «παραγωγικά» επειδή οι παραγωγοί καθοδηγούνται στην αγορά για να παράγουν ο, τι χρειάζονται περισσότερο οι καταναλωτές: για παράδειγμα αυτοκίνητα και όχι κάρα για άλογα.

Επομένως, ενώ τα στατιστικά στοιχεία της συνολικής παραγωγής του ιδιωτικού τομέα φαίνονται να είναι απλή προσθήκη αριθμών ή μέτρηση μονάδων παραγωγής, τα μέτρα παραγωγής συνεπάγονται στην πραγματικότητα τη σημαντική ποιοτική απόφαση του να θεωρηθεί ως «προϊόν» αυτό που οι καταναλωτές είναι πρόθυμοι να αγοράσουν. Ένα εκατομμύριο αυτοκίνητα, που πωλούνται στην αγορά, είναι παραγωγικά επειδή οι καταναλωτές το αντιλαμβάνονται έτσι. Ένα εκατομμύριο κάρα για άλογα, που απομένουν να πωληθούν, δεν θα ήταν «προϊόν» επειδή οι καταναλωτές θα τα είχαν προσπεράσει χωρίς να ενδιαφερθούν για αυτά.

Η παρέμβαση της κυβέρνησης μειώνει την παραγωγικότητα

Ας υποθέσουμε τώρα ότι σε αυτό το ειδύλλιο της ελεύθερης ανταλλαγής μπαίνει το μακρύ χέρι της κυβέρνησης. Η κυβέρνηση, για κάποιους λόγους, αποφάσισε να απαγορεύσει τα αυτοκίνητα συνολικά (ίσως επειδή οι πολυάριθμες αεροτομές προσβάλλουν τις αισθητικές ευαισθησίες των ηγετών) και να αναγκάσουν τις εταιρείες αυτοκινήτων να παράγουν το αντίστοιχο σε κάρα. Κάτω από μια τέτοια αυστηρή ρύθμιση, οι καταναλωτές θα ήταν, κατά μία έννοια, υποχρεωμένοι να αγοράζουν κάρα επειδή δεν θα επιτρέπονται αυτοκίνητα.

Ωστόσο, σε αυτή την περίπτωση, ο στατιστικολόγος θα εθελοτυφλούσε, αν με προθυμία και λιτότητα κατέγραφε τα κάρα ως εξίσου παραγωγικά με τα προηγούμενα αυτοκίνητα. Το να τα αποκαλεί κανείς εξίσου παραγωγικά θα ήταν μια αστειότητα. Στην πραγματικότητα, δεδομένης της εύλογης συνθήκης, τα σύνολα «εθνικού προϊόντος» (ΑΕΠ)  ενδέχεται να μην παρουσιάζουν ούτε μια στατιστική μείωση, παρόλο που στην πραγματικότητα έχουν μειωθεί δραστικά.1

Το δημόσιο υστερεί της αγοράς

Και όμως ο πολύ δημοφιλής «δημόσιος τομέας» βρίσκεται σε ακόμα χειρότερη μοίρα από ό, τι τα κάρα του υποθετικού μας παραδείγματος. Γιατί τους περισσότερους πόρους που καταναλώνονται από την κυβέρνηση δεν τους έχουν ακόμη δει, πολύ λιγότερο χρησιμοποιήσει οι καταναλωτές, στους οποίους δόθηκε η άδεια να καβαλάνε τα κάρα τους! Στον ιδιωτικό τομέα, η παραγωγικότητα μιας επιχείρησης μετράται από το πόσο οι καταναλωτές δαπανούν εθελοντικά για το προϊόν της. Αλλά στον δημόσιο τομέα, η «παραγωγικότητα» της κυβέρνησης μετράται – ως εκ θαύματος – από το πόσα δαπανά!

Οι στατιστικολόγοι από την αρχή της κατασκευής στατιστικών για τα εθνικά προϊόντα (ΑΕΠ), βρέθηκαν αντιμέτωποι με το γεγονός ότι η κυβέρνηση, όντας εξαίρεση μεταξύ των ιδιωτών και των επιχειρήσεων, δεν μπορούσε να μετρήσει τις δραστηριότητές της από τις εθελοντικές πληρωμές του κοινού – επειδή δεν υπήρχαν παρά ελάχιστες ή και καθόλου τέτοιες πληρωμές.

Υποθέτοντας, χωρίς καμία απόδειξη, ότι η κυβέρνηση είναι τόσο παραγωγική όσο τίποτα άλλο, θεώρησαν τις δαπάνες της ως μετρητή της παραγωγικότητας. Με αυτό τον τρόπο, όχι μόνο οι κυβερνητικές δαπάνες παρουσιάζονται εξίσου χρήσιμες με τις ιδιωτικές στο ΑΕΠ, αλλά το μόνο που η κυβέρνηση πρέπει να κάνει για να αυξήσει την «παραγωγικότητα» της είναι να προσθέσει έναν μεγάλο αριθμό διορισμένων στη γραφειοκρατία της. Να προσλάβει περισσότερους. Έτσι αυξάνεται η «παραγωγικότητα» του δημόσιου τομέα!

Το κράτος αποσπά πόρους  που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν παραγωγικότερα από την αγορά

Η αλήθεια είναι ακριβώς η αντίθετη από τις κοινές αντιλήψεις. Μακράν από το να προσθέτει στον ιδιωτικό τομέα, ο δημόσιος τομέας μπορεί μόνο να τρέφεται από αυτόν. Ζει παρασιτικά εις βάρος της ιδιωτικής οικονομίας. Αυτό σημαίνει, ότι οι παραγωγικοί πόροι της κοινωνίας – αντί να ικανοποιούν τις επιθυμίες των καταναλωτών – κατευθύνονται τώρα, εξαναγκαστικά, μακριά από αυτές τις επιθυμίες και τις ανάγκες τους. Οι καταναλωτές ακυρώνονται σκόπιμα και οι πόροι της οικονομίας εκτρέπονται από αυτούς, προς εκείνες τις δραστηριότητες που επιθυμούν οι παρασιτικές γραφειοκρατίες και οι πολιτικοί. Σε πολλές περιπτώσεις, οι ιδιώτες καταναλωτές δεν αποκομίζουν τίποτα, εκτός από την κυβερνητική προπαγάνδα η οποία πληρώνεται με δικά τους έξοδα. Σε άλλες περιπτώσεις, οι καταναλωτές λαμβάνουν κάτι πολύ μακρινό από τον κατάλογο προτεραιοτήτων τους – όπως τα κάρα του παραδείγματός μας.

Και στις δύο περιπτώσεις, γίνεται φανερό ότι ο «δημόσιος τομέας» είναι στην πραγματικότητα αντιπαραγωγικός: αφαιρεί από τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας και δεν προσθέτει. Διότι ο δημόσιος τομέας ζει επιτιθέμενος διαρκώς στο θεμελιώδες κριτήριο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της παραγωγικότητας: τις εθελοντικές αγορές των καταναλωτών.

Η θεμελιώδης διαφορά δημόσιου και ιδιωτικού τομέα

Διαφορά στον τρόπο απόκτησης εσόδων

Αλλά πώς είναι δυνατόν, μόνο οι κυβερνητικοί οργανισμοί να φωνάζουν για περισσότερα χρήματα και να καταγγέλλουν τους πολίτες για απροθυμία να καταβάλουν περισσότερα; Γιατί δεν έχουμε ποτέ κάτι ισοδύναμο που να συμβαίνει σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, όπως με την κυκλοφοριακή ασφυξία για παράδειγμα (που συμβαίνει σε κυβερνητικούς δρόμους), την κακοδιαχείριση των σχολείων, την έλλειψη νερού κ.ο.κ .; Ο λόγος είναι ότι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις αποκτούν τα χρήματα που τους αξίζουν από δύο πηγές: την εκούσια πληρωμή για τις υπηρεσίες από τους καταναλωτές και τις εθελοντικές επενδύσεις των επενδυτών, αναμένοντας τη ζήτηση των καταναλωτών.

Εάν υπάρχει αυξημένη ζήτηση για κάποιο ιδιόκτητο αγαθό, οι καταναλωτές πληρώνουν περισσότερα για το προϊόν και οι επενδυτές επενδύουν περισσότερο στην προσφορά αυτού του προϊόντος, «εκκαθαρίζοντας την αγορά» για την ικανοποίηση όλων. Αν υπάρχει αυξημένη ζήτηση για ένα δημόσιο αγαθό (νερό, δρόμοι, μετρό κ.ο.κ.), ακούμε κυβερνητικές καταγγελίες εις βάρος του καταναλωτή για σπατάλη πολύτιμων πόρων, σε συνδυασμό με καταγγελίες εις βάρος του φορολογούμενου που δυσανασχετεί για υψηλότερους φόρους.

Διαφορά στη νοοτροπία

Η ιδιωτική επιχείρηση ασκεί την δραστηριότητα της ώστε να συνάδει με τις ανάγκες του καταναλωτή, για να ικανοποιήσει την πιο επείγουσα ζήτηση του. Οι κυβερνητικές υπηρεσίες καταγγέλλουν τον καταναλωτή ως ενοχλητικό χρήστη των πόρων τους. Μόνο μια κυβέρνηση, για παράδειγμα, θα εξέταζε την απαγόρευση των ιδιωτικών αυτοκινήτων ως «λύση» για το πρόβλημα της κυκλοφοριακής ασφυξίας στους – κυβερνητικούς – δρόμους. Οι πολυάριθμες «δωρεάν» υπηρεσίες της κυβέρνησης δημιουργούν, εξάλλου, μόνιμη πλεονάζουσα ζήτηση έναντι της προσφοράς και συνεπώς μόνιμες «ελλείψεις» των προϊόντων της.

Η κυβέρνηση, εν συντομία, αποκτά τα έσοδα της με εξαναγκαστική κατάσχεση και όχι με εθελοντική επένδυση και κατανάλωση και δεν είναι, ούτε μπορεί να λειτουργήσει σαν επιχείρηση. Η εγγενής ακαθάριστη αναποτελεσματικότητα της, η αδυναμία της να εκκαθαρίσει την αγορά, εξασφαλίζει ότι θα είναι ένας ιστός προβλημάτων στην οικονομική σκηνή.

Σε παλαιότερες εποχές, η εγγενής κακοδιαχείριση της κυβέρνησης θεωρούταν γενικά ως καλό επιχείρημα για τη διατήρηση όσο το δυνατόν περισσότερων προϊόντων μακριά από τα χέρια της κυβέρνησης. Στο κάτω κάτω, όταν κάποιος έχει επενδύσει σε μια χαμένη υπόθεση, κάποιος προσπαθεί να αποφύγει να επενδύσει στην ίδια.

Οι πλάνες των κρατιστών οικονομολόγων

Οι κρατιστές «οικονομολόγοι» έχουν δύο βασικά βέλη στη φαρέτρα τους. Πρώτον, ισχυρίζονται ότι, καθώς το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων αυξάνεται, τα αγαθά που προστίθενται δεν αξίζουν τόσο όσο τα προηγούμενα. Αυτή είναι  τυπική γνώση οριακής ωφέλειας. Αλλά οι κρατιστές, συμπεραίνουν με κάποιο τρόπο, ότι λόγω της μείωσης της οριακής ωφέλειας, οι ατομικές επιθυμίες των ανθρώπων δεν εκτιμούν πλέον καθόλου αυτά τα αγαθά. Αλλά αν ισχύει αυτό, τότε γιατί θα πρέπει να αξίζουν οι κυβερνητικές «υπηρεσίες», οι οποίες έχουν επεκταθεί με πολύ ταχύτερο ρυθμό; Και γιατί απαιτούν περαιτέρω μετατόπιση των ιδιωτικών πόρων προς τον δημόσιο τομέα;

Το τελευταίο τους επιχείρημα, είναι ότι οι ιδιωτικές επιθυμίες προκαλούνται τεχνητά από την επιχειρηματική διαφήμιση, η οποία «δημιουργεί» αυτομάτως τις επιθυμίες που υποτίθεται ότι εξυπηρετεί. Εν ολίγοις, οι άνθρωποι, σύμφωνα με τους κρατιστές, αν αφήνονταν ήσυχοι, θα ήταν ολιγαρκείς, πιθανώς ικανοποιημένοι να ζουν σε επίπεδα επιβίωσης. Η διαφήμιση, σύμφωνα με τους σοσιαλιστές, είναι ο κακοποιός που καταστρέφει αυτό το πρωτόγονο ειδύλλιο.

Εκτός από το φιλοσοφικό πρόβλημα του πώς ο Α μπορεί να «δημιουργήσει» την ζήτηση και τις επιθυμίες του Β, χωρίς να χρειαστεί να βάλει τη δική του σφραγίδα εγκρίσεως ο Β, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια περίεργη απεικόνιση της οικονομίας. Δηλαδή, όλα όσα υφίστανται πέραν της οριακής επιβίωσης, είναι «τεχνητά»; Με ποιο πρότυπο; Επιπλέον, γιατί θα πρέπει μια επιχείρηση να περάσει μέσω επιπλέον κόπου και δαπάνης, να προκαλέσει μια αλλαγή στις επιθυμίες των καταναλωτών, όταν μπορεί να κερδίσει εξυπηρετώντας τις υπάρχουσες, αδημιούργητες επιθυμίες του καταναλωτή; Γιατί εάν, με τη διαφήμιση, η επιχειρηματική παραγωγή δημιουργεί αυτομάτως τη δική της καταναλωτική ζήτηση, τότε δεν θα χρειαστεί τίποτα για έρευνα αγοράς αλλά ούτε να ανησυχεί για ενδεχόμενη χρεοκοπία.

Όσο ανεβαίνει το βιωτικό επίπεδο, τόσο ανεβαίνουν και οι απαιτήσεις του καταναλωτή

Στην πραγματικότητα, σε μια πλούσια κοινωνία, μακράν από το να είναι «σκλάβος» των επιχειρήσεων ο καταναλωτής, η αλήθεια είναι ακριβώς η αντίθετη: καθώς τα επίπεδα διαβίωσης αυξάνονται πάνω από την οριακή επιβίωση, ο καταναλωτής καθίσταται πιο συγκεκριμένος και επιλεκτικός για αυτά που αγοράζει. Ο επιχειρηματίας πρέπει να ικανοποιήσει περισσότερο τον καταναλωτή από ό, τι πριν: εξ ου και οι εντονότατες προσπάθειες έρευνας αγοράς, για να εξακριβωθεί τι θα ήθελαν να αγοράσουν οι καταναλωτές.

«Τεχνητές ανάγκες» και η αντίφαση των σοσιαλιστών

Υπάρχει όμως μια περιοχή στην κοινωνία μας, όπου οι επικρίσεις των σοσιαλιστών σχετικά με τη διαφήμιση μπορεί να ειπωθεί ότι ισχύουν – αλλά αυτή η περιοχή, περιέργως, ποτέ δεν αναφέρεται. Πρόκειται για τα τεράστια ποσά διαφήμισης και προπαγάνδας εκ μέρους των κυβερνήσεων. Αυτή η διαφήμιση, προβάλει στον πολίτη τις αρετές ενός προϊόντος που, σε αντίθεση με την επαγγελματική διαφήμιση, δεν έχει ποτέ την ευκαιρία να δοκιμάσει και να εγκρίνει. Αν η επιχείρηση τροφίμων X προβάλει μια διαφήμιση ενός όμορφου κοριτσιού που δηλώνει ότι «τα δημητριακά X είναι νόστιμα», ο καταναλωτής, ακόμα και αν είναι αρκετά αφελής να το πάρει σοβαρά, έχει την ευκαιρία να δοκιμάσει προσωπικά το προτεινόμενο προϊόν. Σύντομα, η δική του γεύση καθορίζει το αν θα αγοράσει ή όχι αυτά τα δημητριακά.

Αλλά αν μια κυβερνητική υπηρεσία διαφημίσει τις δικές της αρετές στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ο πολίτης δεν έχει άμεση δυνατότητα δοκιμής, ώστε να αποδεχθεί ή να απορρίψει τις αξιώσεις αυτής της διαφήμισης. Εάν υφίστανται τεχνητές επιθυμίες, είναι αυτές που δημιουργούνται από την κυβερνητική προπαγάνδα. Επιπλέον, η διαφήμιση των επιχειρήσεων πληρώνεται τουλάχιστον από τους επενδυτές και η επιτυχία της εξαρτάται από την εκούσια αποδοχή του προϊόντος από τους καταναλωτές. Η κυβερνητική διαφήμιση καταβάλλεται μέσω φόρων που προέρχονται από τους πολίτες και συνεπώς μπορεί να συνεχιστεί χρόνο με το χρόνο χωρίς έλεγχο. Ο άτυχος πολίτης καλείται να επικροτήσει τα «προσόντα» αυτών που με εξαναγκασμό τον αναγκάζουν να πληρώσει για την προπαγάνδα. Αυτό πραγματικά αποτελεί προσβολή στη νοημοσύνη των ανθρώπων.

Συνοψίζοντας

Η απάντηση σε αυτά τα προβλήματα, είναι αυτή του Thomas Jefferson: «H καλύτερη κυβέρνηση είναι αυτή που κυβερνάει λιγότερο.» Οποιαδήποτε μείωση του δημόσιου τομέα, οποιαδήποτε μετατόπιση δραστηριοτήτων από το δημόσιο προς τον ιδιωτικό τομέα, είναι ένα καθαρό ηθικό και οικονομικό όφελος για την κοινωνία.

Κάθε μία από τις υπηρεσίες που παρέχονται από την κυβέρνηση έχει, στο παρελθόν, αποδοθεί με επιτυχία από ιδιωτικές επιχειρήσεις. Ο περίεργος ισχυρισμός ότι οι ιδιώτες δεν μπορούν να προμηθεύσουν αυτά τα αγαθά δεν ενισχύεται ποτέ, από αυτούς τους κρατιστές «οικονομολόγους», με οποιαδήποτε απόδειξη. Πώς είναι δυνατόν, για παράδειγμα, οι «οικονομολόγοι» αυτοί, που συχνά υποστηρίζουν ρεαλιστικές ή χρηστικές λύσεις, να μην απαιτούν κοινωνικά «πειράματα» προς αυτήν την κατεύθυνση; Γιατί πρέπει τα πολιτικά πειράματα να είναι πάντοτε προς την κατεύθυνση της περισσότερης κυβερνητικής παρέμβασης; Γιατί να μην αφήσουμε στην ελεύθερη αγορά μια κοινότητα ή ακόμα και ένα νομό, μια πολιτεία ή μια περιφέρεια, για να δούμε τι έργο μπορεί να επιτελέσει αυτή;

 ***

Βρίσκετε ενδιαφέροντα τα άρθρα στην «Ελεύθερη Αγορά»; Εκτιμάτε την προσπάθεια μας; Κάντε τώρα μια δωρεά 5 ευρώ και ενισχύστε μας.





Σημειώσεις:
  1. Μια από τις παραδοξότητες των ποσοτικοποιημένων θετικιστικών οικονομικών: Ανάλογα, στο Ελληνικό ΑΕΠ, καταγράφηκαν οι μίζες της Siemens, των εξοπλιστικών προγραμμάτων, τα άχρηστα ακίνητα των ολυμπιακών αγώνων κ.ο.κ. ως «εθνικό προϊόν» «παραγωγικότητα» και «αξία»