Πως οι ιστορικοί στρέβλωσαν το νόημα της λέξης «φιλελευθερισμός»

0
2257

Με την εμφάνιση ενός αναζωογονημένου κινήματος που δίνει έμφαση στην ιδιοκτησία και την ελεύθερη αγορά, αρκετοί ιστορικοί βιώνουν μια έντονη αμηχανία.

 

Του Ralph Raico

Απόδοση στα Ελληνικά: Νίκος Μαρής

Είναι αρκετά εύλογο ότι η τρέχουσα δυσμένεια στην οποία έχει περιπέσει ο σοσιαλισμός έχει προκαλέσει αυτό που ο Raimondo Cubeddu (1997: 138) αναφέρει ως «η φρενίτιδα να αυτο-ανακηρύσσονται όλοι φιλελεύθεροι». Πολλοί συγγραφείς στις μέρες μας προσφεύγουν στο στρατήγημα της «επινόησης ενός αλα καρτ «φιλελευθερισμού» σύμφωνα με τα γούστα του καθενός», πλασάροντας τον σαν «εξέλιξη» των προγενέστερων ιδεών. «Η υπεραφθονία των φιλελευθερισμών», προειδοποιεί ο Cubeddu, «όπως αντίστοιχα και η υπεραφθονία χαρτονομισμάτων, καταλήγει στην υποτίμηση των πάντων και στο να αδειάζουν τα πάντα από το νόημά τους».1

Στην πραγματικότητα, μια επισκόπηση της βιβλιογραφίας για τον φιλελευθερισμό αποκαλύπτει μια κατάσταση εννοιολογικού χάους. Μια βασική αιτία γι’ αυτό είναι  ότι γίνεται συχνά η απόπειρα να φιλοξενηθούν όλες οι σημαντικές πολιτικές ομάδες ατόμων που αυτοαποκαλούνται «φιλελεύθεροι». Πρόκειται για μια προσέγγιση που προτιμούν ιδιαίτερα κάποιοι Βρετανοί μελετητές, για τους οποίους οι πράξεις και τα λόγια του Βρετανικού Φιλελεύθερου Κόμματος του εικοστού αιώνα βαραίνουν έντονα στην αντίληψή τους για τον φιλελευθερισμό (π.χ. Eccleshall 1986; Vincent 1988).

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μετά το 1900 περίπου, το Φιλελεύθερο Κόμμα στη Βρετανία στράφηκε ολοένα και περισσότερο προς μια κρατικιστική κατεύθυνση. Στις Ηνωμένες Πολιτείες ένας παρόμοιος μετασχηματισμός έλαβε χώρα στο Δημοκρατικό Κόμμα -κάποτε «το κόμμα του Τζέφερσον και του Τζάκσον»- σε μια λίγο μεταγενέστερη εποχή. Αλλά τέτοιες μετατοπίσεις, εμφανείς και στα ευρωπαϊκά κόμματα που κράτησαν τον φιλελεύθερο τίτλο τους, εξηγούνται εύκολα από τη δυναμική της εκλογικής πολιτικής στις δημοκρατίες.

Αντιμέτωπα με τον ανταγωνισμό των κολεκτιβιστικών ιδεών, τα φιλελεύθερα κόμματα δημιούργησαν μια νέα φυλή «πολιτικών επιχειρηματιών», ατόμων ειδικευμένων στο να κινητοποιούν τις προσοδοθηρικές εκλογικές μάζες, δηλαδή εκείνους που χρησιμοποιούν το κράτος για να ενισχύσουν την οικονομική τους θέση. Προκειμένου να κερδίσουν την εξουσία, αυτοί οι ηγέτες αναθεώρησαν το φιλελεύθερο πρόγραμμα σε σημείο που ήταν «πρακτικά όμοιο με τις δημοκρατικές και σοσιαλ-αναθεωρητικές ιδέες, καταλήγοντας στην αποδοχή της έννοιας του κράτους ως μέσου επανασχεδιασμού της κοινωνίας για την επίτευξη συγκεκριμένων σκοπών» ( Cubeddu 1997: 26).2

Αν κάποιος διατείνεται ότι η έννοια της λέξης «φιλελεύθερος» πρέπει να τροποποιηθεί λόγω των ιδεολογικών μετατοπίσεων στο Βρετανικό Φιλελεύθερο Κόμμα (ή το Δημοκρατικό Κόμμα στις Ηνωμένες Πολιτείες), τότε πρέπει να δοθεί αντίστοιχα η δέουσα προσοχή στους Εθνικούς Φιλελεύθερους της Αυτοκρατορικής Γερμανίας. Αυτοί – όπως και ο David Lloyd George και ο John Maynard Keynes – θα είχαν την αξίωση να βρίσκονται στην ίδια ιδεολογική κατηγορία, για παράδειγμα, με τους Richard Cobden, John Bright και Herbert Spencer. Ωστόσο, οι Εθνικοί Φιλελεύθεροι υποστήριξαν, μεταξύ άλλων μέτρων: το Kulturkampf [πολιτισμικό αγώνα] κατά της Καθολικής Εκκλησίας και τους αντι-σοσιαλιστικούς νόμους. Την εγκατάλειψη του ελεύθερου εμπορίου από τον Μπίσμαρκ και την εισαγωγή του κράτους πρόνοιας · τον βίαιο εκ-γερμανισμό των Πολωνών · την αποικιακή επέκταση και την Weltpolitik, [παγκόσμια πολιτική] και την στρατιωτική, και ειδικότερα τη ναυτική, μεγέθυνση υπό τον Wilhelm II (Klein-Hattingen 1912, Raico 1999: 86–151, και passim ). Στην πραγματικότητα, εάν κάποιος έκρινε μόνο με βάση τις ετικέτες των κομμάτων, οι Εθνικοί Φιλελεύθεροι θα είχαν μεγαλύτερο δικαίωμα στον τίτλο φιλελεύθεροι από τους αυθεντικά φιλελεύθερους Γερμανούς «Προοδευτικούς» και το Freisinn [κόμμα «ελευθεροφρόνων»], στους οποίους αντιτάχθηκαν, και το ερώτημα εάν οι Εθνικοί Φιλελεύθεροι πρόδωσαν τον γνήσιο φιλελευθερισμό στη Γερμανία δεν θα μπορούσε καν να τεθεί.

Μια παρόμοια δυσκολία παρουσιάζει και η περίπτωση του Friedrich Naumann, που θεωρείται από πολλούς σήμερα ως ο υποδειγματικός Γερμανός φιλελεύθερος ηγέτης των αρχών του εικοστού αιώνα. Οι απόψεις του Naumann συνέκλιναν με τις απόψεις των Εθνικών Φιλελευθέρων στη μεταγενέστερη φάση τους. Ήταν ένας κατ ‘εξοχήν σοσιαλιστής ιμπεριαλιστής, που ξεχώριζε για τη φρενίτιδα της εκλογικής εκστρατείας του για τις αποικίες, για ένα ισχυρό ναυτικό, και για τον επερχόμενο, πολυπόθητο πόλεμο με την Αγγλία, μέχρι που ο αναδυόμενος «αστερισμός δυνάμεων», δηλαδή, ο σχηματισμός της πανίσχυρης Τριπλής Entente της Βρετανίας, της Ρωσίας και της Γαλλίας, να αποκαλύψει το μοιραίο σφάλμα της αγαπημένης του Weltpolitik. (Raico 1999: 219–61 · δείτε επίσης το δοκίμιο για τον «Eugen Richter και το Τέλος του Γερμανικού Φιλελευθερισμού» στην παρούσα έκδοση).3 Πρέπει να επεκταθεί ο ορισμός και η κατανόηση του φιλελευθερισμού τόσο, ώστε να συμπεριλαμβάνεται και αυτός ο «υποδειγματικός Γερμανός φιλελεύθερος»; Τι, εκτός από την τυπική αγγλοαμερικανική διανοητική περιχαράκωση, θα εμπόδιζε κάτι τέτοιο;

Είναι προφανές ότι ο απλός αυτοπροσδιορισμός εκ μέρους πολιτικών, ή πολιτικών διανοούμενων, δεν μπορεί να θεωρείται καθοριστικός για ένα τέτοιο ζήτημα (Vierhaus 1982: 742). Το ότι ο Χίτλερ αποκαλούσε τον εαυτό του ένα είδος σοσιαλιστή, έναν Εθνικό Σοσιαλιστή, δεν δημιουργεί το τεκμήριο ότι πρέπει κάπως να χωρέσει στην Ιστορία του σοσιαλισμού.4

Μερικοί συγγραφείς έχουν σε βαθμό απελπισίας επιδιώξει να βρουν οποιαδήποτε κοινά χαρακτηριστικά στα οποία να βασίζονται οι «φιλελευθερισμοί» διαφορετικών εθνών, ή ακόμη και μεμονωμένων δεκαετιών της σύγχρονης ιστορίας, αν και συνεχίζουν να γράφουν σαν να υπήρχε κάτι που να τους συνδέει (π.χ. Wadl 1987: 13).5 Οι περισσότεροι σχολιαστές, ωστόσο, έχουν επιχειρήσει κάποια οριοθέτηση της έννοιας, συχνά μέσω μιας λίστας χαρακτηριστικών ή πρότυπων ηγετών.

Στο Φιλελεύθερη Φαντασία, ο Νεο-Υορκέζος κριτικός λογοτεχνίας Lionel Trilling χαρακτήρισε τον φιλελευθερισμό ως, μεταξύ άλλων, «πίστη στον σχεδιασμό και τη διεθνή συνεργασία, ειδικά όταν πρόκειται για το αντίπαλο δέος της [Σοβιετικής] Ρωσίας» (παρατίθεται στο Cranston 1967a: 460). Κάπως πιο εύλογα, ο John Gray θεωρεί τον φιλελευθερισμό ως ατομοκεντρικό, εξισωτικό, και οικουμενικό, και συνεχίζει διακρίνοντας εξίσου έγκυρους «ξεχωριστούς κλάδους μιας κοινής [φιλελεύθερης] γενεαλογίας» (1986: x – xi). Δύο φιλελεύθεροι φιλόσοφοι, ο Douglas J. Den Uyl και ο Stuart D. Warner, υποστηρίζουν ότι τα βασικά χαρακτηριστικά είναι η ελευθερία, το κράτος δικαίου, η αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση και η πίστη στην πρόοδο (1987: 271). Ο Gray, ο Den Uyl, αλλά και ο Warner παρουσιάζουν επίσης λίστες με «ξεκάθαρους», «αδιαμφισβήτητους» φιλελεύθερους, οι οποίες περιλαμβάνουν, εκτός από τους Locke, Kant, Herbert Spencer και FA Hayek, στοχαστές όπως οι Keynes, Karl Popper και John Rawls.

Ωστόσο, τέτοιοι κατάλογοι καθιστούν την έννοια του φιλελευθερισμού τόσο φτωχή, ώστε να είναι πλέον άχρηστη. Η ομαδοποίηση των απόψεων, για παράδειγμα, των Kant, Spencer, Popper και Rawls δεν αποφέρει καμία συναίνεση σε κρίσιμα ζητήματα, όπως για παράδειγμα το κράτος πρόνοιας ή τη δημοκρατία (Ryan 1993: 291). Είναι πολύ σημαντικό ότι η αναμφίβολη πίστη στην ιδιωτική ιδιοκτησία απουσιάζει από την απαρίθμηση βασικών χαρακτηριστικών του φιλελευθερισμού, τόσο από τους Gray και Den Uyl, όσο και από τον Warner.6

Η ιδιωτική ιδιοκτησία, στην πραγματικότητα, ήταν και υπήρξε πάντα το επίκεντρο της διαμάχης στον πολιτικό διάλογο. Τα τελευταία χρόνια, με την εμφάνιση ενός αναζωογονημένου κινήματος που δίνει έμφαση στην ιδιοκτησία και την ελεύθερη αγορά, αρκετοί σχολιαστές βιώνουν μια έντονη αμηχανία. Ενώ πιστεύουν ότι πρέπει να δώσουν σημασία σε αυτό το κίνημα και να παραδεχτούν περιστασιακά ότι μπορεί να αποτελεί μια μορφή φιλελευθερισμού, επιμένουν ταυτόχρονα ότι είναι συντηρητικό.7Ο Helio Jaguaribe, ένας προφανής αστέρας της πολιτικής επιστήμης στη Βραζιλία, περιγράφει τους Hayek, Milton Friedman και Ludwig von Mises (ο οποίος χαρακτηρίζεται ως ο συγγραφέας «της δυσφήμισης του σοσιαλισμού») ως «εξαιρετικά συντηρητικούς» (1996: 31).8 Ο David Spitz αναφέρεται επίσης στους τρεις στοχαστές ως «συντηρητικούς», αν και είναι ασαφές το τι  θα μπορούσε να καταλάβει για τις απόψεις τους, καθώς πιστεύει ότι ο Herbert Spencer ήταν ο «προστάτης άγιός τους» (1982: 204, 206). Ένα μάλλον κωμικό παράδειγμα αυτού του τυχερού παιχνιδιού των ορισμών μας παρέχεται από τον κοινωνιολόγο John A. Hall (1987: 37), ο οποίος διαμαρτύρεται για «εκείνους τους σύγχρονους συντηρητικούς στοχαστές που αυτοαποκαλούνται φιλελεύθεροι» – όπως ο Milton Friedman.9

Πουθενά δεν είναι πιο επίκαιρη η μομφή του Max Weber:

Η χρήση των αδιαφοροποίητων συλλογικών εννοιών της καθημερινής ομιλίας είναι πάντα ένας μανδύας για τη σύγχυση της σκέψης και της δράσης. Είναι, στην πράξη, πολύ συχνά ένα μέσο ύποπτων και δόλιων διαδικασιών. Είναι, εν συντομία, πάντα ένα μέσο για την παρεμπόδιση της σωστής διατύπωσης του προβλήματος. (Weber 1949: 110)

Το αποτέλεσμα του να παραβλέπεται η προειδοποίηση του Weber είναι το χάος της ορολογίας που διέκρινε ο José Merquior (1991: 45–46):

η έννοια του φιλελευθερισμού άλλαξε άρδην. Σήμερα, αυτό που γενικά σημαίνει φιλελεύθερος (liberal) στην ηπειρωτική Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική είναι κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που σημαίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Από την εποχή του New Deal του Ρούσβελτ, ο αμερικανικός φιλελευθερισμός απέκτησε… «μια σοσιαλδημοκρατική απόχρωση». Ο φιλελευθερισμός στις Ηνωμένες Πολιτείες πλησίασε τον φιλελεύθερο σοσιαλισμό…

Για να προσθέσει ακόμα περισσότερη σύγχυση, ο Merquior προτείνει ότι η πρόσφατη εξάπλωση των ιδεών της ελεύθερης αγοράς σηματοδοτεί μια ακόμη μετατόπιση στην αμερικανική έννοια του φιλελευθερισμού:

Από την άλλη πλευρά, η έννοια του φιλελευθερισμού στην τρέχουσα αναβίωσή του, τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και αλλού, έχει μόνο μια αδύναμη σχέση με την κυρίαρχη έννοιά του στις ΗΠΑ, και συχνά σηματοδοτεί ακόμη και μια διαφοροποίηση από αυτή.10

Ένας όμως συγγραφέας αξίζει ιδιαίτερη μνεία για τη στρατηγική του τόλμη. Ο Michael Freeden προσπαθεί να αποκλείσει εντελώς την πίστη στην ιδιωτική ιδιοκτησία από τη σύγχρονη έννοια του φιλελευθερισμού. Σύμφωνα με τον Freeden (1996: 19, 24, 35), η ιδιωτική ιδιοκτησία ήταν «προηγουμένως μια κεντρική φιλελεύθερη έννοια», αλλά από τον δέκατο ένατο αιώνα «μετατοπίζεται σταθερά προς μια πιο περιθωριακή θέση…. Η έννοια της ιδιοκτησίας συνέχισε τη μεταναστευτική της πορεία από τον φιλελεύθερο πυρήνα στο περιθώριό του… η έννοια της ιδιοκτησίας απελευθερώθηκε για να μετακινηθεί προς την έννοια της ανάγκης, που υποστήριζε την ιδέα της ατομικής πρόνοιας για όλους». Οι σύγχρονοι φιλελεύθεροι (libertarians), τους οποίους ορισμένοι άλλοι συγγραφείς χαρακτηρίζουν φιλελεύθερους (liberals) ή νεοφιλελεύθερους, «πρέπει να αποκλειστούν από την οικογένεια των φιλελευθερισμών» επειδή «απομακρύνονται από την εξελικτική πορεία που έχει πάρει ο φιλελευθερισμός…. Στον αγώνα για τη νομιμoποίηση των λέξεων, ο [σ.σ. αυθεντικός] φιλελευθερισμός (libertarianism) έχει αποτύχει μέχρι τώρα να γίνει ένας σοβαρός διεκδικητής του φιλελεύθερου (liberal) σκήπτρου.»

Υπάρχουν ορισμένα προβλήματα με τη θέση του Freeden περί μεταναστευτικής πορείας του όρου. Τι σκοπεύει να κάνει, για παράδειγμα, με τον όρο «οικονομικός φιλελευθερισμός»; Στην ανάλυσή του, θα πρέπει να υποδηλώνει τη φιλοσοφία στην οποία βασίζεται το εξισωτικό κράτος πρόνοιας.11 Και τι γίνεται με τους γνωστούς όρους, όπως η «φιλελευθεροποίηση της οικονομίας»; Προφανώς, αυτή πρέπει να εκλαμβάνεται, όχι ως η κατάργηση των κρατικών ελέγχων, αλλά κάτι σαν την επέκταση των παροχών πρόνοιας. Επιπλέον, σύμφωνα με την αντίληψη του όρου από τον Freeden, ο φιλελευθερισμός στην σύγχρονη μορφή του δεν έχει τίποτα να πει για τη βασική δομή της οικονομίας, εκτός από την απαίτηση να είναι κατάλληλη για να καλύπτει τις αυξανόμενες ανάγκες των αποδεκτών της κοινωνικής πρόνοιας.12

Ο Anthony Arblaster, συγγραφέας του The Rise and Decline of Western liberalism (1984)13 επανεκτίμησε το προγενέστερο έργο του με αναζωογονητική ειλικρίνεια και ευγλωττία. Στην πορεία, αποκαλύπτει τη νοοτροπία συγγραφέων όπως ο Freeden καθώς «πασχίζουν» να επιβάλουν το δικό τους νόημα στον υπό διεκδίκηση όρο. Ομολογώντας ότι έκανε λάθος όταν παραχώρησε λίγες μόνο σελίδες στην «φιλελεύθερη πολιτική οικονομία», ο Arblaster γράφει, σχετικά με τις απόψεις του Hayek και των συναφών στοχαστών,

Η άποψή μου για το φαινόμενο βασίστηκε μόνο στην κατά το ήμισυ συνειδητή υπόθεση ότι η «ιστορία» είχε καταστήσει αυτές τις ιδέες παρωχημένες για πάντα, ότι η αναβίωσή τους ήταν σχεδόν μια εκκεντρικότητα, σίγουρα μια απόκλιση από τον κύριο δρόμο της σύγχρονης κοινωνικής και πολιτικής εξέλιξης, η οποία έδειχνε σταθερά προς την κατεύθυνση της μεγέθυνσης της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία, και της ευθύνης του κράτους για την ευημερία των πολιτών του.

Τώρα η οπτική μας πρέπει να είναι «διαφορετική και πιο σοβαρή. Αντιπαραβάλλοντας τις «νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές» με τη «σοσιαλδημοκρατική συναίνεση», ο Arblaster ισχυρίζεται ότι ενώ το νεοφιλελεύθερο σχέδιο είναι «αυτονόητα αντιδραστικό», αυτό «δεν σημαίνει απαραίτητα ότι δεν είναι και φιλελεύθερο». Και προσθέτει, αρκετά εύλογα: «Μόνο αν υιοθετήσει κάποιος την Αμερικανική [sic] εξίσωση του όρου «φιλελεύθερος» με τους όρους «προοδευτικός» ή «αριστερόστροφος», αυτό καθίσταται αδύνατο εξ ορισμού» (Arblaster 1996: 165–66, 171 ).

Η αντιπαράθεση για αυτό το ζήτημα κάνει ακόμη και έναν διακεκριμένο Ιστορικό των ιδεών, όπως ο Alan Ryan, να πελαγώνει. Ο Ryan (1993: 293–94, 296) παραχωρεί μια θέση στον Hayek στην λίστα των σύγχρονων φιλελεύθερων, αλλά αρνείται ότι ο [σ.σ. αυθεντικός] φιλελευθερισμός (libertarianism) μπορεί να είναι μια εκδοχή του φιλελευθερισμού (liberalism) με την αιτιολογία ότι ακόμη και οι κλασικοί φιλελεύθεροι δεν τάχθηκαν υπέρ της αποποινικοποίησης των «αδικημάτων» χωρίς θύματα [σ.σ. όπως η πορνεία]. Όμως, όχι μόνο υπονοείται σαφώς αυτή η φιλελεύθερη θέση, για παράδειγμα, από τον νόμο περί ίσης ελευθερίας του Herbert Spencer, αλλά είναι επίσης και η εκπεφρασμένη άποψη των Ludwig von Mises (1949: 728–29) και F.A. Hayek (1960: 451, αρ. 18).

Προς τιμήν του, ο Ryan προσπαθεί τουλάχιστον να διαφοροποιήσει τον «σύγχρονο φιλελευθερισμό» από τον σοσιαλισμό. Ο σύγχρονος φιλελευθερισμός, υποστηρίζει, «δεν συμμερίζεται τις αντιπάθειες και τις ελπίδες της σοσιαλιστικής υπεράσπισης του κράτους πρόνοιας…δεν έχει φιλοδοξίες δήμευσης περιουσιών» (295). Αλλά αυτή του η απόπειρα οριοθέτησης αποτυγχάνει οικτρά. Το πρώτο μέρος της δήλωσης του Ryan είναι απελπιστικά νεφελώδες, ενώ το δεύτερο υποτιμά τόσο τον βαθμό στον οποίο οι σοσιαλδημοκράτες έχουν παθητικά αποδεχτεί την οικονομία της αγοράς ως την απαραίτητη γαλακτοπαραγωγό αγελάδα για τους προϋπολογισμούς του κράτους πρόνοιάς τους, όσο και την απληστία της σύγχρονης ψευτο-φιλελεύθερης πολιτικής τάξης για τα εισοδήματα των φορολογουμένων.14

***

[Απόσπασμα από το έργο: «Φιλελευθερισμός – Αλήθειες και Ψέματα». Για πλήρεις σημειώσεις, παραπομπές και αναφορές, δείτε εδώ.]

Συντάκτης: Ralph Raico

Ο Ralph Raico (1936–2016) ήταν καθηγητής Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο Buffalo State College  και ανώτερος συνεργάτης στο Mises Institute. Ήταν ειδικός στην Ιστορία της ελευθερίας, στη φιλελεύθερη παράδοση της Ευρώπης και στη σχέση μεταξύ του πολέμου και της ενδυνάμωσης του κράτους. Είναι ο συγγραφέας του The Place of Religion in the Liberal Philosophy of Constant, Tocqueville, and Lord Acton.

Η βιβλιογραφία του Ralph Raico, συγκεντρωμένη από τον Tyler Kubik, βρίσκεται εδώ.

Βρίσκετε ενδιαφέροντα τα άρθρα στην «Ελεύθερη Αγορά»; Εκτιμάτε την προσπάθεια μας; Κάντε τώρα μια δωρεά 5 ευρώ και ενισχύστε μας.




 

Σημειώσεις:

  1. Σε μια κίνηση που χαρακτηρίζει πάρα πολλούς συγγραφείς, ο Conrad Waligorski 1981: 2 αποφεύγει κάθε «άκαμπτο και δογματικό [δηλ. σαφή και συνεπή] ορισμό του φιλελευθερισμού, γιατί αυτό θα ήταν από μόνο του αντι-φιλελεύθερο».
  2. Όπως σχολιάζει ο Ralf Dahrendorf, 1987: 174: «Τα φιλελεύθερα κόμματα υποχώρησαν σε βαθμό να γίνουν ασήμαντα, εκτός αν κράτησαν απλώς το όνομα και άλλαξαν τις πολιτικές τους σε σημείο που να μην αναγνωρίζονται, είτε προς την κατεύθυνση της σοσιαλδημοκρατίας (Καναδάς) είτε προς αυτήν του συντηρητισμού ( Αυστραλία).»
  3. Η υπόθεση είναι παρόμοια με έναν άλλο Γερμανό θεωρούμενο ως «φιλελεύθερο», τον Walther Rathenau. Βλέπε Raico 1999: 43–44.
  4. Ωστόσο, ορισμένες από τις απόψεις και τις πολιτικές που υποστήριξε ο Χίτλερ για την κρατική κατεύθυνση της οικονομίας και την επέκταση του κράτους πρόνοιας υποδηλώνουν ότι, όπως και το πρότυπό του, ο Karl Lueger, ίσως χρειαστεί να του παραχωρηθεί μια θέση στην ιστορία τουλάχιστον του σοσιαλιστικού κράτους πρόνοιας. Βλέπε Zittelmann 1990: 116ff., 145, 470, 489ff.
  5. Ομοίως, ο Lothar Döhn 1977: 11, ο οποίος ισχυρίζεται ότι «όλες οι προσπάθειες για έναν καθολικό, περιεκτικό εννοιολογικό προσδιορισμό του τι είναι ο φιλελευθερισμός απέτυχαν», και στη συνέχεια συνεχίζει να μιλάει για «μη φιλελεύθερα ή αντιφιλελεύθερα στοιχεία» στις θεωρίες και τα κόμματα που θεωρούνται συνήθως φιλελεύθερα. Ο Stuurman 1994: 32 υποστηρίζει ότι ο φιλελευθερισμός είναι απλώς μια «ιστορική εφεύρεση». Δεν διέθετε συνεκτική φιλοσοφία μέχρι τις επαναστάσεις του 1848, όταν «εμφανίστηκε ως ένα ενοποιημένο σύνολο, μια καλά καθορισμένη ‘’ιστορική οντότητα’’». Ωστόσο, είναι γεγονός ότι υπήρχαν θεωρητικές και πολιτικές διαφορές μεταξύ των στοχαστών που συνήθως θεωρούνταν φιλελεύθεροι, τόσο πριν όσο και μετά το 1848, μεταξύ, για παράδειγμα, των Jeremy Bentham και Benjamin Constant και John Stuart Mill και Herbert Spencer.
  6. Όταν ο J. Salwyn Schapiro 1958: 88–90 έφτασε να απαριθμήσει τις «διαχρονικές αξίες» του φιλελευθερισμού, δεν περιέλαβε ούτε την ιδιωτική ιδιοκτησία ούτε το ελεύθερο εμπόριο. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ακόμη και σήμερα πολλοί συγγραφείς παραλείπουν οποιαδήποτε συζήτηση για την ιδιωτική ιδιοκτησία στην περιγραφή της ιδεολογίας. Εδώ είναι μια ιδεολογία που έχει διαμορφώσει την παγκόσμια ιστορία, αλλά η οποία, φαίνεται, δεν είχε τίποτα ειδικότερα να πει για τις συνθήκες υπό τις οποίες τα ανθρώπινα όντα εργάζονται, επιβιώνουν, επενδύουν και κατά καιρούς ευημερούν.
  7. Βλ. Brunner 1987: 25–26, ο οποίος υποστηρίζει πειστικά ότι «η τυπική μεταχείριση των όρων «φιλελεύθερο» και «συντηρητικό» στην Αμερική είναι σχεδόν μια άσκηση παραπληροφόρησης. Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των εναλλακτικών οραμάτων μιας επιθυμητής κοινωνίας προσεγγίζονται πιο σωστά από την άποψη των κοινωνικών και πολιτικών θεσμών, συμπεριλαμβανομένου, ιδίως, του κυρίαρχου προτύπου των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας ». Ο Brunner κάνει διάκριση μεταξύ σοσιαλιστικών, σοσιαλδημοκρατικών, φιλελεύθερων και συντηρητικών θέσεων. «Η σύλληψη των σοσιαλδημοκρατών βασίζεται ουσιαστικά σε ένα εκτεταμένο και ευρύτερο κράτος πρόνοιας…. Τα ιδιωτικά δικαιώματα ιδιοκτησίας, ακόμη και σε μέσα παραγωγής, παραμένουν. Αλλά αυτά τα δικαιώματα περιορίζονται συνήθως σε διάφορες διαστάσεις.» Η φιλελεύθερη αντίληψη «διαφέρει ουσιαστικά από τις άλλες τρεις θέσεις από έναν αυστηρό συνταγματικό περιορισμό στο εύρος των αποδεκτών κυβερνητικών δραστηριοτήτων.
  8. Δεδομένου ότι ο Jaguaribe δεν μπορούσε να εννοεί ότι αυτοί οι στοχαστές ήταν βαθιά αφοσιωμένοι στο status quo και απέφευγαν τις ριζικές αλλαγές, το συμπέρασμα πρέπει να είναι ότι, κατά την άποψή του, αυτό το κίνημα είναι εξαιρετικά συντηρητικό (και σε αυτόν τον βαθμό μη φιλελεύθερο) επειδή απορρίπτει τον υποτιθέμενο στόχο της σύγχρονης ιστορίας, το καθολικό κράτος πρόνοιας.
  9. Αξίζει να αναφερθεί το λάθος του Hall, που διατυπώνει τη θέση του Friedman, καθώς είναι χαρακτηριστικό της χαλαρότητας πολλών συγγραφέων όταν ασχολούνται με τις ιδέες των μελετητών της ελεύθερης αγοράς. Σύμφωνα με τον Hall, ο Friedman υποστηρίζει ότι «η ελευθερία και ο καπιταλισμός πάντοτε συμβαδίζουν». Αλλά, όπως αναφέρει ρητά ο Friedman στο έργο που ανέφερε ο Hall (Friedman 1962: 10): «Η ιστορία δείχνει μόνο ότι ο καπιταλισμός είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την πολιτική ελευθερία. Είναι προφανές ότι δεν είναι επαρκής προϋπόθεση…. Είναι επομένως σαφώς δυνατό να έχουμε οικονομικές διευθετήσεις που να είναι ουσιαστικά καπιταλιστικές και πολιτικές ρυθμίσεις που δεν είναι φιλελεύθερες. » Ο Gertrude Himmelfarb 1990: 324n παραδέχεται ότι οι αυτοπροσδιοριζόμενοι ως πραγματικοί φιλελεύθεροι οι Friedman και Hayek είναι «πιο συνεπείς» από τους αντιπάλους τους, που χαρακτηρίζουν αυτούς τους στοχαστές συντηρητικούς. Ωστόσο, υποστηρίζει ότι «η τρέχουσα χρήση του όρου πρέπει να γίνεται σεβαστή ως αντανάκλαση της κοινωνικής πραγματικότητας». Τι γίνεται όμως αν η τρέχουσα χρήση είναι προϊόν μιας πολιτικής στρατηγικής και η ίδια παράγει εννοιολογική ασυνέπεια; Ποια είναι η «κοινωνική πραγματικότητα» στην οποία βασίζεται αυτή η παραπλανητική χρήση;
  10. Ακόμη και σε μια βιβλιογραφία τόσο πλούσια σε σύγχυση, ξεχωρίζει η συνεισφορά του Merquior. Καταγγέλλει τους «φανατικούς του ελάχιστου κράτους» που «δεν διστάζουν να απαιτήσουν τη διάλυση του κράτους πρόνοιας, την υιοθέτηση ιδιωτικών στρατών, ακόμη και τη χρήση ιδιωτικών νομισμάτων». Σημειώστε τη συμπερίληψη μεταξύ των υποστηρικτών του ελάχιστου κράτους, των υποστηρικτών των ιδιωτικών στρατών (συνήθως ονομάζονται αναρχικοί ή αναρχοκαπιταλιστές, μια κατηγορία που αποκλείει λογικά τους πιστούς του ελάχιστου κράτους), καθώς και την επίπτωση ότι όλες αυτές οι θέσεις είναι προφανώς γελοίες.  Ο Merquior ισχυρίζεται περαιτέρω, ότι ακολουθεί τον Norberto Bobbio, επειδή η δημοκρατία «είναι συνέπεια ή τουλάχιστον επέκταση του φιλελευθερισμού» και επειδή το κράτος πρόνοιας είναι το προϊόν «καλά διαρθρωμένων λαϊκών απαιτήσεων στην πολιτική αγορά», το κράτος πρόνοιας είναι προϊόν του φιλελευθερισμού. Αλλά αυτό θα σήμαινε ότι οποιεσδήποτε πολιτικές που δημιουργούνται από τη δημοκρατική διαδικασία και υποστηρίζονται ευρέως, από τους νόμους εναντίον εγκλημάτων χωρίς θύματα έως τον μιλιταρισμό και τους πολέμους ιμπεριαλιστικής κατάκτησης, πρέπει να θεωρούνται μέρος του φιλελεύθερου δόγματος. Όσον αφορά την άποψη του Merquior ότι ο Hayek δεν θεωρούσε την αγορά ως «το καλύτερο μέσο για τη διανομή πόρων», καθώς «ένας υπολογιστής θα μπορούσε να το κάνει καλύτερα» (1996: 11, 16–17), οποιοδήποτε σχόλιο θα ήταν περιττό.
  11. Αυτή ήταν η προσφυγή που επέλεξε ο LT Hobhouse (1964: 88–109, βλ. Επίσης Greenleaf 1983: 162–68), ο οποίος περιλαμβάνει κάτω από τον «οικονομικό φιλελευθερισμό»: την κρατική ιδιοκτησία γης και την ιδιοκτησία και διαχείριση δημόσιων υπηρεσιών κοινής ωφέλειας και βασικών βιομηχανιών. Υψηλούς φόρους εισοδήματος και απαλλοτρίωση του «κοινωνικού παράγοντα» στη δημιουργία πλούτου · έναν «μισθό επαρκούς διαβίωσης» και εκτεταμένα προγράμματα κοινωνικής ασφάλισης για όλους · και εφαρμογή της «εξίσωσης κοινωνικής υπηρεσίας και ανταμοιβής». Ο Hobhouse δεν δίνει καμία ένδειξη γιατί αυτό πρέπει να θεωρηθεί οικονομικός φιλελευθερισμός. Προφανώς αρκούσε ότι αυτές οι πολιτικές είτε εφαρμόζονταν από το Βρετανικό Φιλελεύθερο Κόμμα της εποχής του, είτε αποτελούσαν τον στόχο της πιο ριζοσπαστικής πτέρυγάς του. Το πρόγραμμα παρείχε επίσης μια πιθανή βάση για τον πολιτικό συνασπισμό «Lib-Lab» που προτιμούσε ο Hobhouse.
  12. Πιθανώς μια μικρή επιπλοκή  για τον Freeden είναι ότι ο ορισμός του για τον φιλελευθερισμό δεν μεταφράζεται. Στα γαλλικά, για παράδειγμα, το libéral εξακολουθεί να σημαίνει έναν πιστό στην οικονομία της ελεύθερης αγοράς, και το ultralibéral ένα «δογματικό» ή «φανατικό» πιστό στην ελεύθερη αγορά, π.χ. Frédéric Bastiat.
  13. Για μια κριτική της αδιάκοπης επίθεσης στο θέμα από αυτόν τον ενδιαφέροντα και προκλητικό μελετητή, δείτε Raico 1989.
  14. Πρβλ. την παρατήρηση του Paul Gottfried (2002: 26): «Η περιορισμένη οικονομική ελευθερία μπορεί να συνυπάρχει με ένα επιτελικό κράτος αφιερωμένο σε κοινωνικά πειράματα. Εφόσον η καπιταλιστική χήνα με τα χρυσά αυγά δεν σκοτωθεί κατά τη διαδικασία, η δημόσια διοίκηση μπορεί να είναι τόσο εκτεταμένη, όσο και οικονομικά ασφαλής.»