
οι πόροι που χρησιμοποιούνται για την παροχή δημόσιων αγαθών σπαταλιούνται επειδή παρέχουν στους καταναλωτές αγαθά ή υπηρεσίες που, ακόμα και στην καλύτερη περίπτωση, είναι δευτερεύουσας σημασίας.
Του Hans-Hermann Hoppe
Απόδοση στα Ελληνικά: Ευθύμης Μαραμής
Εισαγωγή
Ορισμένα αγαθά ή υπηρεσίες, θεωρούνται ότι είναι ιδιαίτερα επειδή τα οφέλη τους δεν μπορούν να περιοριστούν σε εκείνους που έχουν πραγματικά χρηματοδοτήσει την παραγωγή τους. Αντίθετα, άνθρωποι οι οποίοι δεν συμμετέχουν στη χρηματοδότησή τους, αντλούν επίσης οφέλη από αυτά τα αγαθά και υπηρεσίες.
Τα αγαθά αυτά, στα mainstream οικονομικά, ονομάζονται δημόσια αγαθά ή υπηρεσίες (σε αντίθεση με τα ιδιωτικά αγαθά ή υπηρεσίες, τα οποία ωφελούν αποκλειστικά εκείνους τους ανθρώπους που πληρώνουν στην πραγματικότητα για αυτά). Εξαιτίας αυτού του ιδιαίτερου χαρακτηριστικού των δημοσίων αγαθών, υποστηρίζεται ότι οι αγορές δεν μπορούν να τα παράγουν ή τουλάχιστον όχι σε επαρκή ποσότητα ή ποιότητα. Ως εκ τούτου, κρίνεται απαραίτητη από τους σοσιαλιστές η αντισταθμιστική κρατική παρέμβαση.
Ο μύθος των δημοσίων αγαθών
Ας δούμε επακριβώς τι μας λένε ουσιαστικά οι θεωρητικοί των δημοσίων αγαθών: Τα θετικά αποτελέσματα των δημόσιων αγαθών για τους ανθρώπους που δεν συνεισφέρουν τίποτα στην παραγωγή ή τη χρηματοδότησή τους, αποδεικνύουν ότι τα αγαθά αυτά είναι επιθυμητά. Αλλά προφανώς, τα αγαθά αυτά δεν θα παράγονταν ή, τουλάχιστον, δεν θα είχαν επαρκή ποσότητα και ποιότητα, σε μια ελεύθερη ανταγωνιστική αγορά, αφού όλοι όσοι θα επωφελούνταν από την παραγωγή τους, θα ήταν επίσης αυτοί που θα τα χρηματοδοτήσουν για να καταστήσουν δυνατή την παραγωγή τους.
Προκειμένου να παραχθούν τα αγαθά αυτά (τα οποία είναι προφανώς επιθυμητά, αλλά δεν θα μπορούσαν να παραχθούν με άλλο τρόπο), πρέπει να παρέμβει το κράτος για να βοηθήσει στην παραγωγή τους. Αυτό το είδος λογικής, το οποίο μπορεί να εντοπιστεί σε όλα σχεδόν τα εγχειρίδια οικονομικών (δεν εξαιρούνται βραβευθέντες με Νόμπελ οικονομολόγοι), είναι απολύτως εσφαλμένο, παραπλανητικό, απατηλό και παραπειστικό.
Οι αντιφάσεις των θετικιστών οικονομολόγων
Πρώτον, για να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι το κράτος πρέπει να παράσχει δημόσια αγαθά, τα οποία διαφορετικά δεν θα παράγονταν, θα πρέπει να εισαγάγουμε λαθραία έναν κανόνα στην ανθρώπινη συλλογιστική αλυσίδα. Αλλιώς, λαμβάνοντας υπόψη τον ισχυρισμό ότι, λόγω ορισμένων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών, ορισμένα αγαθά δεν θα παράγονταν, κανείς δεν θα μπορούσε ποτέ να καταλήξει σε ένα λογικό συμπέρασμα ότι τα αγαθά αυτά πρέπει να παραχθούν.
Αλλά, θέτοντας έναν κανόνα ο οποίος απαιτείται για να δικαιολογήσουν τον ισχυρισμό τους, οι θεωρητικοί των δημόσιων αγαθών σαφώς ξεπερνούν τα όρια των οικονομικών ως θετικών, ουδέτερων (wertfrei) επιστημών. Αντ’ αυτού, περνούν στη σφαίρα της ηθικής και, επομένως, θα περίμενε κανείς να αναπτύξουν μια ηθική θεωρία για να υποστηρίξουν έγκυρα και αποδεκτά την εξαγωγή των συμπερασμάτων τους. Ωστόσο, δεν μπορεί κανείς να πει ότι υπάρχει τέτοια ηθική θεωρία στην βιβλιογραφία των υποστηρικτών των δημοσίων αγαθών.
Πρέπει λοιπόν να επισημανθεί εκ των προτέρων, ότι οι υποστηρικτές της θεωρίας των δημοσίων αγαθών βλάπτουν το όποιο κύρος τους ως θετικοί οικονομολόγοι όταν προβαίνουν σε διακηρύξεις επί θεμάτων τα οποία, σύμφωνα με τους ίδιους, δεν βρίσκονται στη σφαίρα των μελετών τους. Ίσως, όμως, να σκόνταψαν τυχαία σε κάτι σωστό, χωρίς να το έχουν υποστηρίξει με μια εμπεριστατωμένη ηθική θεωρία; Γίνεται φανερό ότι τίποτα δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την αλήθεια, μόλις κάποιος διατυπώσει ρητά τον προαπαιτούμενο κανόνα για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το κράτος πρέπει να βοηθήσει στην παροχή δημόσιων αγαθών.
Ο κανόνας των δημοσίων αγαθών
Ο κανόνας που απαιτείται για να συναχθεί το ανωτέρω συμπέρασμα είναι ο εξής: κάθε φορά που κάποιος μπορεί κατά κάποιο τρόπο να αποδείξει ότι η παραγωγή ενός συγκεκριμένου αγαθού ή υπηρεσίας έχει θετική επίδραση σε κάποιον άλλο, αλλά αυτό το αγαθό ή υπηρεσία δεν θα παραγόταν ή δεν θα παραγόταν σε καθορισμένη ποσότητα ή ποιότητα εκτός αν ορισμένα άτομα συμμετείχαν στη χρηματοδότησή του, τότε η χρήση επιθετικής βίας κατά αυτών των προσώπων επιτρέπεται, άμεσα ή έμμεσα, με τη βοήθεια του κράτους και τα άτομα αυτά πρέπει να εξαναγκαστούν να επωμιστούν την οικονομική επιβάρυνση. Δεν απαιτείται ιδιαίτερος σχολιασμός για να καταδειχτεί το χάος που θα προέκυπτε από την εφαρμογή αυτού του κανόνα, καθώς σημαίνει ότι ο καθένας μπορεί να επιτεθεί σε οποιονδήποτε άλλο, όποτε το επιθυμεί.
Επιπλέον, αυτός ο κανόνας δεν θα μπορούσε ποτέ να αιτιολογηθεί ως δίκαιος κανόνας. Για να επιχειρηματολογήσουμε σχετικά με κάτι τέτοιο, για την ακρίβεια, προκειμένου να επιχειρηματολογήσουμε υπέρ ή κατά του οτιδήποτε, είτε πρόκειται για μια ηθική, μη-ηθική, εμπειρική, ή λογικοαναλυτική θέση, αντίθετα με ό, τι λέει στην πραγματικότητα ο κανόνας των δημοσίων αγαθών, προϋποτίθεται πως είναι εξασφαλισμένη η ανεξάρτητη και ελεύθερη λήψη αποφάσεων για κάθε άνθρωπο. Γιατί, μόνο αν εξασφαλιστεί πως κανένας δεν κινδυνεύει από την άσκηση φυσικής βίας εις βάρος του, μπορεί να ειπωθεί οτιδήποτε και στη συνέχεια να προκύψει συμφωνία ή διαφωνία ή οποιοσδήποτε διακανονισμός. Επομένως, η Αρχή Μη Επίθεσης, είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για οποιαδήποτε επιχειρηματολογία και πιθανή συμφωνία και ως εκ τούτου μπορεί να υποστηριχθεί με επιχειρηματολογία ως δίκαιος κανόνας με όρους a priori συλλογιστικής.
Ωφελιμιστικές επιπλοκές
Όμως, η θεωρία των δημόσιων αγαθών δεν καταρρέει μόνο λόγω της ελαττωματικής ηθικής αιτιολογίας που υποδηλώνεται σε αυτήν. Ακόμα και ο ωφελιμιστικός οικονομικός συλλογισμός που περιέχει, είναι κατάφωρα εσφαλμένος. Όπως ισχυρίζεται η θεωρία των δημοσίων αγαθών, θα ήταν καλύτερο να έχουμε τα δημόσια αγαθά από το να μην τα έχουμε, αν και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δεν υπάρχει καμία a priori λογική πως κάτι τέτοιο αποτελεί αναγκαιότητα (κάτι που θα έθετε τέλος στη συλλογιστική των θεωρητικών περί δημοσίων αγαθών σε αυτό το σημείο). Διότι είναι σαφώς δυνατόν και είναι γνωστό ότι αποτελεί γεγονός ότι υπάρχουν αναρχικοί που αποστρέφονται την κρατική δράση σε τέτοιο βαθμό, που θα προτιμούσαν να μην υπάρχουν καν τα αποκαλούμενα δημόσια αγαθά, από το να τα παρέχει το κράτος.
Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και αν το επιχείρημα είναι αποδεκτό μέχρι στιγμής, το άλμα από τη δήλωση ότι τα δημόσια αγαθά είναι επιθυμητά, ως τη δήλωση ότι πρέπει να παρέχονται από το κράτος, είναι οτιδήποτε άλλο παρά πειστικό, διότι αυτό δεν είναι σε καμία περίπτωση η επιλογή την οποία αντιμετωπίζει κάποιος.
Δεδομένου ότι πρέπει να αποσπαστούν χρήματα ή άλλοι πόροι, από πιθανές εναλλακτικές χρήσεις, για να χρηματοδοτήσουν την υποτιθέμενη επιθυμία για δημόσια αγαθά, το μόνο σχετικό και σωστό ερώτημα είναι αν αυτές οι εναλλακτικές χρήσεις στις οποίες μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν τα χρήματα (δηλαδή τα ιδιωτικά αγαθά που θα μπορούσαν να αποκτηθούν αλλά δεν αγοράζονται επειδή, αντί αυτού, τα χρήματα δαπανώνται στα δημόσια αγαθά) είναι πιο πολύτιμα και πιο επείγοντα από τα δημόσια αγαθά. Και η απάντηση σε αυτή την ερώτηση είναι απολύτως σαφής. Όσον αφορά τις αξιολογήσεις των καταναλωτών, όσο υψηλό κι αν είναι το ανώτατο επίπεδο τους, η αξία των δημόσιων αγαθών είναι πάντα χαμηλότερη από εκείνη των ανταγωνιστικών ιδιωτικών αγαθών, διότι αν είχε επιτραπεί στους καταναλωτές να επιλέξουν (και δεν τους είχε επιβληθεί εξαναγκαστικά μόνο μια εναλλακτική λύση), προφανώς θα προτιμούσαν να δαπανήσουν τα χρήματά στα ιδιωτικά αγαθά (διαφορετικά δεν θα ήταν απαραίτητη η βία και ο εξαναγκασμός).
Η απαραίτητη προϋπόθεση της βέλτιστης κατανομής των πόρων
Αυτό αποδεικνύει πέρα από κάθε αμφιβολία ότι οι πόροι που χρησιμοποιούνται για την παροχή δημόσιων αγαθών σπαταλιούνται επειδή παρέχουν στους καταναλωτές αγαθά ή υπηρεσίες που, ακόμα και στην καλύτερη περίπτωση, είναι δευτερεύουσας σημασίας. Εν ολίγοις, ακόμα και αν υποτεθεί ότι υπάρχουν δημόσια αγαθά που μπορούν να διακριθούν ξεκάθαρα από τα ιδιωτικά αγαθά και ακόμη και αν τεκμηριωθεί ότι ένα δημόσιο αγαθό μπορεί να είναι χρήσιμο, τα δημόσια αγαθά εξακολουθούν να ανταγωνίζονται με τα ιδιωτικά αγαθά.
Για να διαπιστωθεί εάν η παραγωγή δημοσίων αγαθών είναι ή όχι περισσότερο επείγουσα και σε ποιο βαθμό, ή mutatis mutandis, αν και σε ποιο βαθμό η παραγωγή των δημοσίων αγαθών θα πραγματοποιηθεί εις βάρος της μη παραγωγής ή της μείωσης της παραγωγής πιο επειγόντως αναγκαίων και επιθυμητών ιδιωτικών αγαθών, υπάρχει μόνο μία μέθοδος: Αποκτώντας τα πάντα από τις ελεύθερα ανταγωνιστικές ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Ως εκ τούτου, σε αντίθεση με το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουν οι θεωρητικοί περί δημοσίων αγαθών, η συλλογιστική αναγκάζει κάποιον να αποδεχθεί ότι μόνο ένα καθάριο σύστημα αγοράς μπορεί να διασφαλίσει τον ορθολογισμό, εκ μέρους των καταναλωτών, της απόφασης για την παραγωγή ενός δημόσιου αγαθού. Και ορθολογικό είναι επίσης, πως μόνο υπό μια αυθεντική καπιταλιστική τάξη θα μπορούσε να διασφαλιστεί η απόφαση για το ποια ποσότητα ενός δημοσίου αγαθού πρέπει να παραχθεί (αν πρέπει καν να παραχθεί).
Για να μην καταλήξουμε σε έναν Οργουελικό κόσμο
Για να εξαγάγουμε ένα διαφορετικό συμπέρασμα, θα πρέπει να συμβεί, ούτε λίγο ούτε πολύ, μια σημασιολογική επανάσταση Οργουελικών διαστάσεων. Κάποιος, θα μπορούσε να αποδεχτεί ως «απόδειξη» την θέση των υποστηρικτών της θεωρίας περί δημόσιων αγαθών, μόνο αν ήταν διατεθειμένος να ερμηνεύσει το «όχι» ενός ατόμου ως «ναι», να ερμηνεύσει ότι «επειδή το άτομο αγοράζει κάτι, σημαίνει ότι δεν επιθυμεί πραγματικά να το αγοράσει και θέλει στην πραγματικότητα να αγοράσει κάτι άλλο», να ερμηνεύσει την βίαιη επιβολή ως «ελευθερία», την μη σύναψη σύμβασης ως «σύναψη σύμβασης» και ούτω καθεξής.
Αλλά, πώς μπορούμε τότε να είμαστε σίγουροι ότι οι άνθρωποι πραγματικά εννοούν αυτό που φαίνεται πως εννοούν, όταν λένε το οτιδήποτε και δεν εννοούν ακριβώς το αντίθετο ή δεν εννοούν καν οτιδήποτε με συγκεκριμένο περιεχόμενο, αλλά απλά φλυαρούν; Δεν μπορούμε. Ο Murray N. Rothbard έχει απόλυτο δίκιο όταν σχολιάζει τις προσπάθειες των υποστηρικτών της θεωρίας περί δημόσιων αγαθών, να αποδείξουν την ύπαρξη δήθεν αποτυχιών της αγοράς εξαιτίας της μη παραγωγής ή της ποσοτικής ή ποιοτικής «ανεπάρκειας» παραγωγής δημόσιων αγαθών.
Γράφει ο Rothbard:
Η άποψη αυτή παρεξηγεί πλήρως τον τρόπο με τον οποίο η οικονομική επιστήμη υποστηρίζει ότι η δράση της ελεύθερης αγοράς είναι πάντα βέλτιστη. Είναι βέλτιστη, όχι από την άποψη των προσωπικών δεοντολογικών απόψεων ενός οικονομολόγου, αλλά από την άποψη των ελεύθερων, εθελοντικών ενεργειών όλων των συμμετεχόντων και την ικανοποίηση των ελεύθερα εκφρασμένων αναγκών των καταναλωτών. Επομένως, η κυβερνητική παρεμβατικότητα πάντα και απαραιτήτως απέχει από ένα τέτοιο βέλτιστο αποτέλεσμα.
***
Το παρόν άρθρο αποτελεί απόσπασμα από το κεφάλαιο Fallacies of the Public Goods Theory and the Production of Security του βιβλίου The Economics and Ethics of Private Property – studies in political economy and philosophy
Ο Hans-Hermann Hoppe, είναι οικονομολόγος της Αυστριακής σχολής και αναρχοκαπιταλιστής φιλόσοφος με κοινωνικά συντηρητικές αρχές. Eίναι ομότιμος καθηγητής οικονομικών στο UNLV, διακεκριμένος ανώτερος συνεργάτης του Ινστιτούτου Mises, ιδρυτής και πρόεδρος της «κοινωνίας ιδιοκτησίας και ελευθερίας» και πρώην συντάκτης της εφημερίδας Journal of Libertarian studies. Είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων, μεταξύ των οποίων και το αριστούργημα: Democracy: The god that failed.