Η τοξικότητα του σοσιαλιστικού εξισωτισμού

0
4131
Εξισωτισμός: H διαίρεση, μεταξύ πολύ φτωχών και ελαφρώς λιγότερο φτωχών, ήταν η βάση για τον πόλεμο που εξαπέλυσαν οι σοβιετικοί κομμουνιστές ενάντια στην αγροτιά, όπου εκατομμύρια Ρώσοι αγρότες δολοφονήθηκαν ή στάλθηκαν σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας.
Εξισωτισμός: H διαίρεση, μεταξύ πολύ φτωχών και ελαφρώς λιγότερο φτωχών, ήταν η βάση για τον πόλεμο που εξαπέλυσαν οι σοβιετικοί κομμουνιστές ενάντια στην αγροτιά, όπου εκατομμύρια Ρώσοι αγρότες δολοφονήθηκαν ή στάλθηκαν σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας.

Οι κίνδυνος μιας τέτοιας φιλοσοφίας όπως ο εξισωτισμός, καταδείχθηκε με την πολιτική του Λένιν εις βάρος των κουλάκων της Ρωσίας.

 Του Chris Calton

Απόδοση στα Ελληνικά: Ευθύμης Μαραμής

Η ηθική του εξισωτισμού είναι διάχυτη σήμερα στην κοινωνία μας, παρά τα μεγάλα προβλήματα λογικής τεκμηρίωσης που αντιμετωπίζει. Η ιδέα ότι η ανισότητα πλούτου αποτελεί πρόβλημα είναι τόσο δημοφιλής, ώστε πολιτικοί όπως ο Bernie Sanders έχουν – ειρωνικά και υποκριτικά – γίνει εκατομμυριούχοι φέρνοντας στο προσκήνιο αυτή τη θεωρία. Οι φράσεις «εισοδηματικό χάσμα» και «διανομή πλούτου» έχουν γίνει κυρίαρχες στον πολιτικό διάλογο.

Οι αντιλήψεις ότι οι εισοδηματικές διαφορές αποτελούν εγγενές πρόβλημα, είναι γελοιωδώς εύκολο να καταρριφθούν. Εάν ένα άτομο κερδίζει 20.000€ ετησίως κι ένα άλλο άτομο κερδίζει 50.000€ ετησίως, έχουν μεταξύ τους ένα «χάσμα εισοδήματος» ύψους 30.000€. Εάν τα εισοδήματά τους διπλασιαστούν, το νέο «εισοδηματικό χάσμα» μεταξύ τους θα είναι 60.000€. Αντί να επισημανθεί λοιπόν ως χαρμόσυνο γεγονός το ότι και οι δύο άνθρωποι είναι πιο πλούσιοι, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης θα τα βάψουν μαύρα για το αυξανόμενο εισοδηματικό χάσμα μεταξύ τους.

Ακόμη και ο κατ’ εξοχήν εξισωτιστής John Rawls, έχει αποδεχτεί ως κάτι θετικό την παρουσία μη ισόποσων αποτελεσμάτων σε περιπτώσεις όπου ευημερούν και οι φτωχοί, αλλά η ηθική του Rawls, εξακολουθεί να υποδηλώνει ότι το να καταστούν οι πλούσιοι λιγότερο πλούσιοι θα ήταν κάτι το ηθικό, ακόμη και αν κανείς δεν ευημερεί κατά αυτή τη διαδικασία. (κάτι το οποίο στην προκειμένη περίπτωση αποτελεί φιλοσοφική αντίφαση). Οι περισσότεροι εξισωτιστές (συμπεριλαμβανομένου του Rawls) είναι εγγενώς και εθνικιστικές και θεωρούν τους εαυτούς τους αλληλέγγυους μόνο με τους «φτωχούς» στις χώρες τους – παρά το γεγονός ότι οι ίδιοι συγκαταλέγονται μεταξύ των πλουσιότερων ανθρώπων παγκοσμίως. Ακόμα και ο Bernie Sanders απέρριψε πολιτικές που θα μπορούσαν να σώσουν τους φτωχούς του κόσμου από τη φτώχεια, αν κάτι τέτοιο έβλαπτε τους κατά πολύ λιγότερο φτωχούς των ΗΠΑ.

Ακόμη και για τους εξισωτιστές που ενδιαφέρονται για τους φτωχούς σε παγκόσμια κλίμακα, πολλές αντιρρήσεις τους για μεταρρυθμίσεις υπέρ της αγοράς – αν μπορείτε να αποδεχτείτε τον παραλογισμό του επιχειρήματος τους – αφορούν στο ότι αυτές οι μεταρρυθμίσεις θα βοηθούσαν τους «πιο ικανούς» φτωχούς περισσότερο από ο,τι θα βοηθήσουν τους «λιγότερο ικανούς» φτωχούς και, συνεπώς…απορρίπτονται.

Ανάλογες είναι οι αντιρρήσεις του περουβιανού οικονομολόγου Hernando de Soto στις προσπάθειες να βοηθηθούν οι φτωχοί να αποκτήσουν νόμιμους τίτλους ιδιοκτησίας στη γη που κατέχουν για γενιές. Παρόμοιες επικρίσεις έχουν προκύψει κατά της στρατηγικής του Muhammad Yunus για την παροχή μικρο-δανείων στους φτωχούς εργαζόμενους σε χώρες του Τρίτου Κόσμου. Ο Yunus ξεκίνησε να παρέχει μικρά δάνεια από την τσέπη του στις γυναίκες του Μπαγκλαντές οι οποίες βγάζουν το ψωμί τους κατασκευάζοντας έπιπλα από μπαμπού. Οι επικριτές του τον «κατήγγειλαν» διότι υποστηρίζουν πως μόνο οι «πιο ταλαντούχες» γυναίκες έχουν τη δυνατότητα να διαχειρίζονται τη δική τους επιχείρηση και να γίνουν οικονομικά ανεξάρτητες.1

Στην τοξική φιλοσοφία του εξισωτισμού, θεωρείται κυριολεκτικά καλύτερο να παραμείνουν άποροι όλοι οι φτωχοί, παρά να βελτιωθεί η ζωή μόνο κάποιων φτωχών. Οι κίνδυνοι μιας τέτοιας φιλοσοφίας καταδείχθηκαν με την πολιτική του Λένιν εις βάρος των κουλάκων – ένας όρος που περιέγραφε τους «μπουρζουάδες» αγρότες που ήταν σε ελαφρώς καλύτερη οικονομική κατάσταση από τους υπόλοιπους φτωχούς της Ρωσίας. Αυτή η διαίρεση, μεταξύ πολύ φτωχών και ελαφρώς λιγότερο φτωχών, ήταν η βάση για τον πόλεμο που εξαπέλυσαν οι σοβιετικοί κομμουνιστές ενάντια στην αγροτιά, όπου εκατομμύρια Ρώσοι αγρότες δολοφονήθηκαν ή στάλθηκαν σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας.

Η διχοτόμηση ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς περιγράφεται συχνά ως η διαφορά μεταξύ των «εχόντων» και των «μη εχόντων». Το υποτιθέμενο «κακό» της ανισότητας του πλούτου, χαρακτηρίζεται από τα πράγματα που διαθέτουν οι πλούσιοι και που οι περισσότεροι άνθρωποι δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά. Όμως, η οικονομική πρόοδος στην πορεία της ιστορίας, καταδεικνύει ένα πρότυπο που θα πρέπει να ωθήσει τους ανθρώπους να αντιμετωπίσουν την ανισότητα του πλούτου με  διαφορετικό τρόπο. Αντί να βλέπουμε αυτά που δεν κατέχουν μερικοί άνθρωποι, θα πρέπει να δούμε αυτά που κατέχει ο καθένας ή τουλάχιστον αυτά που μπορεί να αποκτήσει.

Πρόοδος: Κάνοντας τις «πολυτέλειες» ευρέως προσιτές

Το ιστορικό της οικονομικής προόδου ακολουθεί ένα κοινό μοτίβο. Νέα προϊόντα διατίθενται στην αγορά, αλλά η σπανιότητα και η ιδιότητα τους ως καινούρια, εμποδίζουν τους περισσότερους ανθρώπους από το να τα αποκτήσουν. Με την πάροδο του χρόνου (και συχνά σε σύντομο χρονικό διάστημα) η «πολυτέλεια» γίνεται κοινοτοπία. Τα πιο ενδιαφέροντα, είναι εκείνα τα προϊόντα που, ενώ είναι ευρέως προσβάσιμα στους φτωχούς, καταναλώνονται ακόμα από τους πλούσιους.

Κατά την έναρξη της αγγλικής εκβιομηχάνισης, ένα από τα πρώτα παραδείγματα ενός τέτοιου είδους πολυτέλειας, ήταν η πορφυρή βαφή. Τα φανταχτερά, επιδεικτικά ρούχα, ήταν ένας τρόπος για να ξεχωρίζει η αριστοκρατία από το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας. Το πορφυρό χρώμα συσχετιζόταν με τους άρχοντες, αλλά αυτή η συσχέτιση προέκυπτε από την εξαιρετικά ακριβή διαδικασία της παραγωγής πορφυρής βαφής. Η βαφή «Tyrian violet» συλλεγόταν από ένα σπάνιο είδος σαλιγκαριών κι επειδή χρειαζόταν ως και ένα εκατομμύριο σαλιγκάρια για να παραχθεί μόνο μια ουγγιά βαφής, μόνο οι εξαιρετικά πλούσιοι μπορούσαν να την αντέξουν οικονομικά. Το πορφυρό χρώμα αποτελούσε σύμβολο «ειδικού κύρους» για χιλιετίες.

Με την εκβιομηχάνιση της Αγγλίας, η ατμοπαραγωγή έκανε τα βαμβακερά υφάσματα πιο προσιτά οικονομικά (και πιο άνετα) από προηγούμενα υλικά, όπως ήταν το μαλλί. Αυτό αύξησε τη ζήτηση για βαφές, γεγονός που οδήγησε σε περαιτέρω επιχειρηματικές καινοτομίες που επιδίωκαν να επωφεληθούν από την κλωστοϋφαντουργική άνθιση. Η κοχενίλη, ένα έντομο που βρισκόταν στους μεξικάνικους κάκτους, χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή ερυθράς βαφής. Εν τω μεταξύ, μια γυναίκα στη Νότια Καρολίνα, η Eliza Pinckney, βρήκε έναν τρόπο να αναπτύξει το άνθος indigo (λουλάκι) στην αποικία και παρήγαγε μπλε βαφή. Οι κλωστοϋφαντουργοί ανέμειξαν τις δυο βαφές δημιουργώντας φτηνή πορφυρή βαφή και η βρετανική αριστοκρατία βρέθηκε ξαφνικά περιτριγυρισμένη από εργαζόμενους που φορούσαν ρούχα με τα «χρώματα των βασιλέων».

Ο λόγος για τον οποίο είναι εύκολο να παραβλέψουν οι άνθρωποι το νόημα αυτού του διδάγματος, είναι το ότι περιλαμβάνει αντικείμενα-αγαθά που φαίνονται μάλλον κοινότοπα και εύκολα να αποκτηθούν. Όμως, η κοινοτοπία είναι ακριβώς το σημείο εστίασης του διδάγματος μας. Αυτό που υπήρξε κάποτε πολυτέλεια, έγινε ένα καθημερινό αντικείμενο το οποίο καταναλώνεται εξίσου από τους πλούσιους και τους φτωχούς. Οι περισσότεροι άνθρωποι δίνουν ελάχιστη σημασία σε μια φωτογραφία του Warren Buffet να πίνει Coca-Cola, αλλά η ιδέα ότι ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο πίνει το ίδιο αναψυκτικό που καταναλώνει ο μέσος άνθρωπος (ακόμη και οι φτωχοί σε παγκόσμιο επίπεδο) είναι ένα εντελώς νέο φαινόμενο που προέκυψε στον σύγχρονο κόσμο.

Το ίδιο, όμως, μπορεί να παρατηρηθεί και για προϊόντα που έχουν πιο αναμφισβήτητο αντίκτυπο στη βελτίωση των συνθηκών της ζωής κάθε ανθρώπου, πλούσιου ή φτωχού. Όλοι γνωρίζουμε ότι ο Henry Ford δεν έγινε διάσημος επειδή ανακάλυψε το αυτοκίνητο per se. O Ford έγινε πλούσιος βρίσκοντας τον τρόπο να κάνει τα αυτοκίνητα προσιτά σε ανθρώπους της εργατικής τάξης. Ακόμη και σήμερα, ενώ υπάρχουν ακόμη «πολυτελή αυτοκίνητα» που κατέχουν μόνο οι πλούσιοι, τα χαρακτηριστικά που καθιστούν «πολυτελή» αυτά τα αυτοκίνητα, γίνονται όλο και πιο περιορισμένα. Δεν είναι οι πλούσιοι οι μόνοι που διαθέτουν στα αυτοκίνητα τους τις πάλαι ποτέ «πολυτελείς» λειτουργίες όπως ο κλιματισμός, τα στερεοφωνικά συστήματα, τα ηλεκτρικά παράθυρα τους θερμαντήρες καθισμάτων και τις multimedia οθόνες.

Το κινητό τηλέφωνο, επίσης, είναι ένα ακόμα παράδειγμα πολυτέλειας που έγινε καθημερινή κοινοτοπία. Δεν πέρασαν και πολλά χρόνια από τότε που τα κινητά τηλέφωνα – τα οποία ήταν ογκώδη και είχαν μόνο μία περιορισμένη λειτουργία – ήταν απλώς ακριβά σύμβολα «ειδικού κύρους» για ακριβοπληρωμένα στελέχη επιχειρήσεων και για την πολιτική ελίτ. Σήμερα, δεν αρκεί απλά να πούμε ότι ο μέσος άνθρωπος κατέχει κινητό τηλέφωνο που είναι κλάσεις ​​ανώτερο από τα προηγούμενα, απαρχαιωμένα πλέον μοντέλα, που κατείχαν μόνο οι ελίτ. Πρέπει επίσης να επισημάνουμε πόσο σημαντικό είναι το ότι διαθέτουν το ίδιο κινητό τηλέφωνο το οποίο διαθέτουν οι πλουσιότεροι άνθρωποι.

Είναι εύκολο να βρούμε πάμπολλα προϊόντα που ακολουθούν το μοτίβο του πορφυρού χρώματος, των αναψυκτικών, των αυτοκινήτων και των κινητών τηλεφώνων. Αν υπολογίσουμε την ανισότητα πλούτου σε νομισματικούς όρους, φαίνεται πως η ανισότητα αυξάνεται υπό τον καπιταλισμό. Αν και οι υποστηρικτές του ελεύθερου εμπορίου έχουν δίκιο όταν εντοπίζουν τα λογικά σφάλματα της ηθικής του εξισωτισμού, συχνά χάνουν το δάσος και την ευκαιρία να επισημάνουν πως όταν εξετάσουμε τις αυξανόμενες υλικές ομοιότητες μεταξύ πλουσίων και φτωχών που συνυπάρχουν με την οικονομική πρόοδο, είναι πραγματικά εξωφρενικά παράλογο να υποστηριχτεί πως ο καπιταλισμός αυξάνει καν την ανισότητα του υλικού, του πραγματικού πλούτου.

 

***

Ο Chris Calton είναι ερευνητής του Ινστιτούτου Mises και οικονομικός ιστορικός. Είναι συντάκτης και οικοδεσπότης της στήλης και του podcast Historical Controversies.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε από το Ινστιτούτο Ludwig von Mises

Βρίσκετε ενδιαφέροντα τα άρθρα στην «Ελεύθερη Αγορά»; Εκτιμάτε την προσπάθεια μας; Κάντε τώρα μια δωρεά 5 ευρώ και ενισχύστε μας.





 

Σημείωση:

  1. Joyce Appleby, The Relentless Revolution: A History of Capitalism (Νέα Υόρκη: W. W. Norton & Company, 2010), σελ. 431.