Τι είναι η χρονική προτίμηση, το επιτόκιο και πως τα επηρεάζει η κρατική παρεμβατικότητα

0
6381
Όσο υψηλότερο είναι το εισόδημα κάποιου, τόσο χαμηλότερη είναι η χρονική του προτίμηση. Αυτό προκύπτει από την κοινή οπτική ότι όσο μεγαλύτερη είναι η προσφορά ενός αγαθού, τόσο περισσότερες από τις λιγότερο επείγουσες ανάγκες μπορούν να ικανοποιηθούν. Έτσι, όσο περισσότερα αγαθά είναι διαθέσιμα, τόσο μικρότερη είναι η ωφέλεια που προέρχεται από μια πρόσθετη μονάδα ενός αγαθού.
Όσο υψηλότερο είναι το εισόδημα κάποιου, τόσο χαμηλότερη είναι η χρονική του προτίμηση. Αυτό προκύπτει από την κοινή οπτική ότι όσο μεγαλύτερη είναι η προσφορά ενός αγαθού, τόσο περισσότερες από τις λιγότερο επείγουσες ανάγκες μπορούν να ικανοποιηθούν. Έτσι, όσο περισσότερα αγαθά είναι διαθέσιμα, τόσο μικρότερη είναι η ωφέλεια που προέρχεται από μια πρόσθετη μονάδα ενός αγαθού.

Η σχέση μεταξύ της αξίας των αγαθών που είναι διαθέσιμα στο παρόν (σημερινά αγαθά) και της αξίας των αγαθών που θα είναι διαθέσιμα στο μέλλον (μελλοντικά αγαθά) εκφράζει το φυσικό επιτόκιο

 

Ευθύμης Μαραμής

Εισαγωγή

Ως αντίδραση στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση του 2008, οι κεντρικές τράπεζες σε όλο τον κόσμο μείωσαν τα επιτόκια τους σε σημείο μηδενισμού, η τα οδήγησαν ακόμα και σε αρνητικό έδαφος. Οι κεντρικές τράπεζες βλέπουν τα χαμηλά επιτόκια ως ευνοϊκά μέσα ώστε να επιστρέψει η οικονομία στην ανάπτυξη και την ευημερία.

Ωστόσο, σύμφωνα με την Αυστριακή Οικονομική Σχολή, η τελευταία οικονομική κρίση στις ΗΠΑ και στην ΕΕ, προκλήθηκε λόγω νομισματικής πολιτικής που καταστέλλει τεχνητά τα επιτόκια. Και η περαιτέρω μείωση των επιτοκίων, απλά επιδεινώνει την κατάσταση.

Για τους αυστριακούς οικονομολόγους, μια νομισματική πολιτική διατήρησης του επιτοκίου σε τεχνητά χαμηλό επίπεδο προκαλεί κακή επενδυτική δραστηριότητα και εμποδίζει την αγορά από το να διορθώσει την παραπλανητική οικονομική παραγωγή που προκάλεσε η νομισματική πολιτική των χαμηλών επιτοκίων.

Το συμπέρασμα – το οποίο έρχεται σε έντονη αντίθεση με το ισχύον οικονομικό ευαγγέλιο – στηρίζεται στην υγιή ανάλυση της φύσης και των σχέσεων μεταξύ (δια)χρονικής προτίμησης, επιτοκίου (rate of interest) και του επιχειρηματικού κύκλου άνθησης και υφέσεως (boom and bust cycle) .

Οι (δια)χρονικές προτιμήσεις ως κατηγορία της ανθρώπινης δράσης

«Η χρονική αξία είναι η διαφορά μεταξύ των αξιών των πραγμάτων σε διαφορετικές χρονικές στιγμές»1 όπως επισημαίνει ο Frank A. Fetter (1863-1949), και προκύπτει από την προτίμηση χρόνου, δηλαδή, σύμφωνα με τον Ludwig von Mises (1881-1973 ), «η ικανοποίηση μιας επιθυμίας στο κοντινό μέλλον, προτιμάται, τηρουμένων των αναλογιών, από κάποια άλλη ικανοποίηση επιθυμίας στο απώτερο μέλλον. Τα σημερινά αγαθά αξιολογούνται ως πιο πολύτιμα από ότι τα μελλοντικά αγαθά.2

Στα οικονομικά, η επεξεργασία της θεωρίας της χρονικής προτίμησης οφείλεται στο έργο του Eugen von Böhm-Bawerk (1851-1914), που αναφέρει: «Κατά κανόνα, τα σημερινά αγαθά έχουν υψηλότερη υποκειμενική αξία από ότι τα μελλοντικά παρόμοια, σε είδος και ποσότητα, αγαθά. Και δεδομένου ότι οι προκύπτουσες υποκειμενικές αποτιμήσεις, καθορίζουν την αντικειμενική συναλλαγματική αξία, τα σημερινά αγαθά, κατά κανόνα, έχουν υψηλότερη αξία και ως εκ τούτου υψηλότερη τιμή ανταλλαγής από ότι τα μελλοντικά αγαθά παρόμοιου είδους και ποσότητας ».3

Ο von Mises, αργότερα κατέδειξε ότι η προτίμηση χρόνου δεν είναι σε καμία περίπτωση μια αυθαίρετη έννοια. Για την ακρίβεια, επεσήμανε ότι η προτίμηση χρόνου είναι μια κατηγορία ανθρώπινης δράσης, η οποία προέρχεται από το αδιαμφισβήτητα αληθές αξίωμα της ανθρώπινης δράσης:

Δεν μπορούμε να σκεφτούμε κανέναν τρόπο δράσης, κατά τον οποίο η ικανοποίηση μιας επιθυμίας σε μια πλησιέστερη μελλοντική στιγμή, δεν είναι – με όλα τα υπόλοιπα ίσα – προτιμώμενη από μια ανάλογη σε μεταγενέστερη στιγμή. Η ίδια η πράξη της ικανοποίησης μιας επιθυμίας, συνεπάγεται ότι η ικανοποίηση στην παρούσα στιγμή, προτιμάται από αυτήν μιας μεταγενέστερης στιγμής. Αυτός που καταναλώνει ένα μη-αναλώσιμο αγαθό, αντί να αναβάλει την κατανάλωση για μια αόριστη μεταγενέστερη στιγμή, επιδεικνύει μια υψηλότερη εκτίμηση της παρούσας ικανοποίησης έναντι μίας μεταγενέστερης ικανοποίησης. Εάν δεν προτιμούσε την ικανοποίηση σε μια πλησιέστερη στιγμή έναντι μίας μεταγενέστερης, δεν θα κατανάλωνε ποτέ και δεν θα ικανοποιούσε επιθυμίες. Θα αποταμίευε πάντα, ποτέ δεν θα κατανάλωνε ούτε και θα απολάμβανε. Δεν θα κατανάλωνε ούτε σήμερα ούτε αύριο, καθώς το αύριο θα τον αντιμετώπιζε με την ίδια εναλλακτική. Η χρονική προτίμηση είναι προϋπόθεση και κατηγορία της ανθρώπινης δράσης.4

 

Παράγοντες οι οποίοι καθορίζουν τις (δια)χρονικές προτιμήσεις

Η χρονική προτίμηση καθορίζεται από διάφορους παράγοντες5 οι οποίοι επηρεάζουν την αξιολόγηση των αγαθών και των υπηρεσιών. Τα αγαθά και οι υπηρεσίας, με τη σειρά τους, διέπονται από τον αποδεδειγμένα αληθινό νόμο της φθίνουσας οριακής ωφέλειας.

Για να το θέσουμε απλά, ο νόμος της φθίνουσας οριακής ωφέλειας λέει ότι, όσο μεγαλύτερη είναι η προσφορά ενός αγαθού, τόσο μικρότερη είναι η οριακή του ωφέλεια. Ομοίως, όσο μικρότερη είναι η προσφορά ενός αγαθού, τόσο μεγαλύτερη είναι η οριακή του ωφέλεια.

Έτσι, για παράδειγμα, όσο υψηλότερο είναι το εισόδημα κάποιου, τόσο χαμηλότερη είναι η χρονική του προτίμηση. Αυτό προκύπτει από την κοινή οπτική ότι όσο μεγαλύτερη είναι η προσφορά ενός αγαθού, τόσο περισσότερες από τις λιγότερο επείγουσες ανάγκες μπορούν να ικανοποιηθούν. Έτσι, όσο περισσότερα αγαθά είναι διαθέσιμα, τόσο μικρότερη είναι η ωφέλεια που προέρχεται από μια πρόσθετη μονάδα ενός αγαθού.

Επιπλέον, οι παραβιάσεις της ατομικής ιδιοκτησίας, όπως για παράδειγμα η απόσπαση εισοδημάτων εκ μέρους των κυβερνήσεων με την φορολόγηση, μειώνουν το εισόδημα των φορολογουμένων. Και όσο λιγότερα αγαθά απομένουν, τόσο πιο πολύτιμα γίνονται για τον φορολογούμενο – και τόσο υψηλότερη καθίσταται η χρονική του προτίμηση.

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι οι ατομικές (δια)χρονικές προτιμήσεις δεν είναι σταθερές, αλλά αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου και καθώς μεταβάλλονται οι συνθήκες ζωής. Για παράδειγμα, ένα παιδί έχει συνήθως μια σχετικά υψηλή (δια)χρονική προτίμηση, ενώ ένας ενήλικας που δημιουργεί οικογένεια, τείνει να εμφανίζει σχετικά χαμηλή (δια)χρονική προτίμηση.

Διαχρονικές προτιμήσεις και φυσικό επιτόκιο

Η σχέση μεταξύ της αξίας των αγαθών που είναι διαθέσιμα στο παρόν (σημερινά αγαθά) και της αξίας των αγαθών που θα είναι διαθέσιμα στο μέλλον (μελλοντικά αγαθά) εκφράζει το φυσικό επιτόκιο (ή, όπως το έθεσε ο von Mises, originary interest rate).

Παράδειγμα: αν οι άνθρωποι αξιολογούν ένα ευρώ, διαθέσιμο σε ένα χρόνο, σε 0,9524 του ευρώ διαθέσιμα σήμερα, το φυσικό επιτόκιο ανέρχεται σε περίπου 5% ετησίως ([1/0.9524] – 1).

Όσο υψηλότερη είναι η (δια)χρονική προτίμηση των ανθρώπων, τόσο πιο πολύτιμο θεωρούν ένα σημερινό αγαθό σε σχέση με ένα μελλοντικό αγαθό – και ως εκ τούτου, τόσο υψηλότερο καθίσταται το φυσικό επιτόκιο. Ομοίως, όσο χαμηλότερα αξιολογείται ένα ευρώ διαθέσιμο σήμερα, σε σχέση με ένα ευρώ διαθέσιμο στο μέλλον, τόσο χαμηλότερη είναι η (δια)χρονική προτίμηση των ανθρώπων – και τόσο χαμηλότερο θα είναι το φυσικό επιτόκιο.

Ο Murray N. Rothbard εξηγεί: «Αυτό το αυθεντικό επιτόκιο, καθορίζεται αποκλειστικά από τις (δια)χρονικές προτιμήσεις των ατόμων στην κοινωνία και από κανένα άλλο παράγοντα».6 Είναι το αποτέλεσμα των ατομικών αποτιμήσεων για τα σημερινά αγαθά σε σχέση με τα μελλοντικά αγαθά.

Πρέπει να σημειωθεί ότι το φυσικό επιτόκιο διαφέρει από το επιτόκιο της αγοράς: το επιτόκιο της αγοράς περιλαμβάνει επίσης ένα επιχειρηματικό στοιχείο και ένα ασφάλιστρο που αντισταθμίζει τις αναμενόμενες μεταβολές της αγοραστικής δύναμης του χρήματος (τον πληθωρισμό).

Επιτόκιο, αποταμιεύσεις και επενδύσεις

Πώς σχετίζονται οι αποταμιεύσεις και οι επενδύσεις με το επιτόκιο της αγοράς; Στα mainstream κοινότυπα οικονομικά, αναφέρεται συνήθως ότι όσο υψηλότερο (ή χαμηλότερο) είναι το επιτόκιο, τόσο περισσότερο (ή λιγότερο) αποταμιεύουν οι άνθρωποι. Ομοίως, όσο υψηλότερο (ή χαμηλότερο) είναι το επιτόκιο, τόσο μικρότερη (ή μεγαλύτερη) θα είναι η επένδυση.

Αυτή η ερμηνεία βασικά μας λέει ότι το επιτόκιο καθορίζει την εξοικονόμηση και τις επενδύσεις. Επομένως, το συμπέρασμα της πολιτικής είναι ότι: όσο υψηλότερο είναι το επιτόκιο, τόσο υψηλότερη θα είναι η εξοικονόμηση και τόσο μικρότερη θα είναι η επένδυση. Και επειδή η επένδυση – και όχι η εξοικονόμηση – θεωρείται σήμερα ότι ευνοεί την ανάπτυξη, η μείωση του επιτοκίου θεωρείται ως προώθηση της οικονομικής ευημερίας.

Σε αυτό το πλαίσιο, μπορεί να μην αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι σε περιόδους οικονομικής κρίσης, μια περαιτέρω μείωση του επιτοκίου θεωρείται ως η κατάλληλη συνταγή, ώστε να επιστρέψει η οικονομία σε υψηλότερη παραγωγή και αύξηση της απασχόλησης.

Υπό την οπτική της Αυστριακής Οικονομικής Σχολής, ωστόσο, είναι ακριβώς αυτή η τεχνητή μείωση του επιτοκίου που προκαλεί κακές επενδύσεις και την επακόλουθη χρηματοοικονομική και οικονομική «κρίση». Και μια περαιτέρω μείωση του επιτοκίου, απλά θα επιδεινώσει την κατάσταση μακροπρόθεσμα.

Πριν συζητήσουμε λεπτομερέστερα αυτά τα συμπεράσματα, ίσως είναι χρήσιμο να εξηγήσουμε τη σχέση μεταξύ επιτοκίου, αποταμίευσης και επενδύσεων, υπό το πρίσμα των Αυστριακών Οικονομικών.

Ο κόσμος ανάποδα (ως συνήθως)

Οι αποταμιεύσεις σχετίζονται πράγματι θετικά με το επιτόκιο: όσο υψηλότερο είναι το επιτόκιο, τόσο μεγαλύτερη είναι η εξοικονόμηση. Οι επενδύσεις, με τη σειρά τους, συνδέονται αρνητικά με το επιτόκιο: όσο υψηλότερο είναι το επιτόκιο, τόσο χαμηλότερη είναι η ζήτηση πόρων και τόσο χαμηλότερο είναι το επίπεδο των επενδύσεων.

Ωστόσο, δεν είναι το επιτόκιο που καθορίζει την εξοικονόμηση και τις επενδύσεις – όπως ισχυρίζονται τα mainstream, κοινότυπα οικονομικά. Το επιτόκιο εκφράζει την αποτίμηση των σημερινών αγαθών από τους ανθρώπους σε σχέση με τα μελλοντικά αγαθά. Είναι, για να το πούμε με άλλα λόγια, μια μεταβλητή αποτελέσματος και όχι μια μεταβλητή αιτίας. Για να το πούμε ακόμα πιο απλά, είναι ο συνηθισμένος τρόπος της ανάποδης οπτικής των κοινότυπων Κεϋνσιανών οικονομικών, που οδηγεί στην εσφαλμένη τους εντύπωση. Το επιτόκιο καθορίζεται από τις αποτιμήσεις των υποκείμενων οικονομικών συντελεστών, ζώντων και υλικών. Δεν τους καθορίζει αυτό.

Κεϋνσιανά οικονομικά

Ο von Mises το εξήγησε με τον ακόλουθο τρόπο:

«Οι άνθρωποι δεν εξοικονομούν και συσσωρεύουν κεφάλαια επειδή υπάρχει τόκος. Ο τόκος δεν είναι ούτε ώθηση για αποταμίευση, ούτε ανταμοιβή ή αποζημίωση που χορηγείται για την αποχή από την άμεση κατανάλωση. Ο τόκος είναι δείκτης της αμοιβαίας αξιολόγησης σημερινών αγαθών, έναντι μελλοντικών αγαθών.»7

 

Πολιτικό χρήμα και νόθευση επιτοκίων

Στο σημερινό καθεστώς του πολιτικού χρήματος, τα χρήματα παράγονται μέσω κυκλοφορίας τραπεζικών πιστώσεων: όταν δανείζουν σε ιδιωτικά νοικοκυριά, επιχειρήσεις και κρατικούς φορείς, οι τράπεζες αυξάνουν την προσφορά χρήματος (καταπιστευματικά, πιστωτικά μέσα, fiduciary media, όπως τα αποκαλούσε ο von Mises).

Η δημιουργία χρημάτων μέσω τραπεζικής πιστωτικής κυκλοφορίας συντελείται από A) τη δημιουργία χρημάτων από το πουθενά (out of thin air) B) την αύξηση της προσφοράς χρήματος που δεν υποστηρίζεται από πραγματικές αποταμιεύσεις. Από την άλλη πλευρά, αυτή η τραπεζική πιστωτική κυκλοφορία, προκαλεί καταστροφή στη βασική λειτουργία του επιτοκίου.

Η αύξηση της τραπεζικής πιστωτικής κυκλοφορίας, μειώνει αναγκαστικά το επιτόκιο της αγοράς κάτω από το φυσικό επιτόκιο- δηλαδή, από το καθαρό επιτόκιο προσαρμοσμένο στα επιχειρηματικά ασφάλιστρα. Το φυσικό επιτόκιο είναι το επιτόκιο που θα υπερίσχυε εάν δεν υπήρχε επέκταση της τραπεζικής πιστωτικής κυκλοφορίας.

Με άλλα λόγια, σε ένα σύστημα πολιτικού χρήματος, όπου τα χρήματα παράγονται μέσω τραπεζικών πιστώσεων, το επιτόκιο της αγοράς ωθείται αναγκαστικά κάτω από το φυσικό επιτόκιο. Και αυτή η ασυμφωνία μεταξύ του επιτοκίου της αγοράς και του φυσικού επιτοκίου θέτει σε κίνηση τον επιχειρηματικό κύκλο (boom-bust cycle).8

Η τεχνητή μείωση του επιτοκίου της αγοράς προκαλεί πρόσθετες επενδύσεις. Ταυτόχρονα, μειώνεται η αποταμίευση και αυξάνεται η κατανάλωση. Ως αποτέλεσμα, η οικονομία ξεκινά να ζει πέρα από τα μέσα που διαθέτει. Η άνθηση είναι πληθωριστική: το μόνο που έχει αυξηθεί είναι η χρηματική ποσότητα και όχι η προσφορά μέσων παραγωγής, όπως η εργασία και η γη.

Η αρχική άνθιση είναι οικονομικά μη βιώσιμη, καθώς η απόκλιση του τεχνητού επιτοκίου της αγοράς, από το φυσικό επιτόκιο προκαλεί κακές επενδύσεις (malinvestments). Οι επιχειρήσεις ξεκινούν επενδυτικά έργα εντάσεως κεφαλαίου και η παραγωγή γίνεται πιο χρονοβόρα ή κυκλική.

Η επιμήκυνση της παραγωγικής δομής συνεπάγεται αύξηση της παραγωγής κεφαλαιουχικών αγαθών εις βάρος των καταναλωτικών αγαθών.

Το τεχνητά μειωμένο επιτόκιο της αγοράς ωθεί επομένως τις επιχειρήσεις να συμμετάσχουν σε ένα είδος παραγωγής που δεν αντιστοιχεί στην πραγματική ζήτηση. Μόλις αυτό αποκαλυφθεί, η άνθιση, βασισμένη σε χρήματα, μετατρέπεται σε ύφεση.

Το πρόβλημα είναι οι κυβερνήσεις, όχι ο καπιταλισμός

Συνοψίζοντας, σε μια ανόθευτη αγορά, το επιτόκιο της αγοράς (προσαρμοσμένο σε ασφάλιστρα κινδύνου και πληθωρισμού) εκφράζει τις (δια)χρονικές προτιμήσεις των ανθρώπων και αντιστοιχεί στο φυσικό επιτόκιο. Επιτρέπει στους ανθρώπους να κατανέμουν τα τρέχοντα εισοδήματα στην κατανάλωση, την εξοικονόμηση και τις επενδύσεις σύμφωνα με τις πραγματικές προτιμήσεις τους.

Σε ένα σύστημα πολιτικού χρήματος, όπου το χρήμα παράγεται μέσω κυκλοφορίας τραπεζικών πιστώσεων, το επιτόκιο της αγοράς αναγκαστικά θα ωθηθεί κάτω από το φυσικό επιτόκιο που καθορίζεται από την πραγματική προτίμηση των ανθρώπων (δηλαδή, το καθαρό επιτόκιο προσαρμοσμένο στα ασφάλιστρα ρίσκου και πληθωρισμού).

Αυτή η χειραγώγηση του επιτοκίου, προκαλεί μια οικονομικά μη βιώσιμη ανάπτυξη, η οποία ακολουθείται από ύφεση. Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι οι επιχειρηματικοί κύκλοι (boom-bust cycles) είναι συνέπεια του πολιτικού χρήματος; Το οποίο, με τη σειρά του, είναι κατασκεύασμα κυβερνητικής παρέμβασης στις νομισματικές υποθέσεις;

 

***

Ο Ευθύμης Μαραμής είναι αναρχοκαπιταλιστής, ιδρυτής της ιστοσελίδας «Ελεύθερη Αγορά – Austrian Economics, μελετητής της Αυστριακής Σχολής οικονομικών στην παράδοση του Ludwig von Mises και της αναρχοκαπιταλιστικής θεωρίας στην παράδοση των Murray Rothbard και Hans Hermann-Hoppe. 

Βρίσκετε ενδιαφέροντα τα άρθρα στην «Ελεύθερη Αγορά»; Εκτιμάτε την προσπάθεια μας; Κάντε τώρα μια δωρεά 5 ευρώ και ενισχύστε μας.





Σημειώσεις

  1. Fetter, F. A. (1905), The Principles of Economics, With Applications to Practical Problems, New York, The Century Co., Online edition by the Ludwig von Mises Institute, Auburn, US Alabama, 2003, σελ. 83; Δείτε επίσης: Fetter, F. A. (1915), Economics, vol. 1: Economic Principles, New York: The Century Co., Chapter 20.
  2. Mises, L. v. (1996), Human Action, 4th ed., Fox & Wilkes, San Francisco, p. 483.
  3.  Böhm-Bawerk, E. v. (1930 [1891]), The Positive Theory of Capital, G. E. Stechert & Co, New York, pp. 247–248.
  4. Mises, L. v. (1996), Human Action, 4th ed., Fox & Wilkes, San Francisco, p. 484.
  5. O Hoppe, για παράδειγμα, τους διαχωρίζει σε εξωτερικούς, βιολογικούς και προσωπικούς/κοινωνικούς/θεσμικούς παράγοντες. Δείτε σχετικά: Hoppe, H.-H. (2006), «On Time Preference, Government, and the Process of Decivilization,» στο: Democracy, The God That Failed, Transaction Publishers, New Brunswick (U.S.A.) and London (U.K.), σελ. 1–43, esp. σελ. 3.
  6. Rothbard, M. N. (2004), Man, Economy and State, A Treatise On Economics Principles, Scholar’s Edition, Ludwig von Mises Institute, Auburn, US Alabama, p. 389.
  7. Mises, L. v. (1996), Human Action, 4th ed., Fox & Wilkes, San Francisco, p. 527.
  8. Δείτε, για παράδειγμα, Mises L. v. (1996), «The Austrian Theory of the Trade Cycle,» στο: The Austrian Theory of the Trade Cycle and other Eessays, συλλεγμένο από τον Ebeling, R. M., Ludwig von Mises Institute, Auburn, US Alabama, pp. 25–35.