Πώς οι κρατικές δαπάνες κατέστρεψαν την ευημερία των παραγωγικών Ελλήνων

0
7086

Δεδομένου ότι η κυβέρνηση δεν είναι παραγωγός πλούτου, θα πρέπει να επιβάλει φόρους στους παραγωγούς πλούτου (στα άτομα που παράγουν αγαθά και υπηρεσίες σύμφωνα με τις σημαντικότερες προτεραιότητες των καταναλωτών) προκειμένου να στηρίξει τις κρατικές δαπάνες και την κατασκευή αχρείαστων «έργων».

 

Του Ευθύμη Μαραμή αρχική ενημέρωση Μάιος 2018

Σύμφωνα με το enikos.gr 21.3.2018:

Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο εκτιμά πως οι φορολογούμενοι επιβαρύνθηκαν με επιπλέον 1,2 δισεκατομμύρια ευρώ για την κατασκευή του αυτοκινητοδρόμου Ε-65, της Ολυμπίας Οδού και του αυτοκινητοδρόμου Μορέας.

 

Εισαγωγή

Τα δημοσιονομικά ελλείμματα βρίσκονται συχνά στο επίκεντρο των πολιτικών συζητήσεων. Το έλλειμμα του προϋπολογισμού ορίζεται ως η διαφορά μεταξύ των δαπανών και των εσόδων των κυβερνήσεων. Όταν η κυβέρνηση ξοδεύει περισσότερα από όσα εισπράττει, προκύπτει έλλειμμα στον προϋπολογισμό. Όταν η κυβέρνηση εισπράττει περισσότερα από όσα δαπανά, προκύπτει πλεόνασμα.

Η συμβατική οπτική θεωρεί ότι τα δημοσιονομικά ελλείμματα μειώνουν την εθνική αποταμίευση. Η εθνική αποταμίευση ορίζεται συνήθως ως το άθροισμα της ιδιωτικής αποταμίευσης (το εισόδημα μετά φόρων που εξοικονομούν τα νοικοκυριά αντί να καταναλώνουν) και της δημόσιας αποταμίευσης. Όταν η κυβέρνηση έχει δημοσιονομικό έλλειμμα, η δημόσια αποταμίευση είναι αρνητική, γεγονός που μειώνει την δημόσια αποταμίευση κάτω από την ιδιωτική αποταμίευση.

Με τη δημιουργία πλεονασμάτων, φαινομενικά, η κυβέρνηση δημιουργεί πραγματικό πλούτο, ενισχύοντας έτσι τα θεμελιώδη στοιχεία της οικονομίας. Αυτό το επιχείρημα θα ήταν σωστό, αν οι κυβερνητικές δραστηριότητες είχαν το χαρακτηριστικό της δημιουργίας πλούτου. Αυτό, όμως, δεν ισχύει.

Οι κυβερνητικές δαπάνες δεν παράγουν πλούτο

Οι κυβερνητικές δραστηριότητες περιορίζονται στην ανακατανομή του πραγματικού πλούτου από τους παραγωγούς πλούτου σε καταναλωτές αυτού του πλούτου. Οι κυβερνητικές δραστηριότητες αφορούν στην απόσπαση πλούτου από ένα άτομο και στη διοχέτευσή του σε κάποιο άλλο άτομο.

Διάφορα εντυπωσιακά δημόσια έργα που αναλαμβάνει η κυβέρνηση, εμπίπτουν επίσης στην κατηγορία της ανακατανομής του πλούτου. Το γεγονός ότι ο ιδιωτικός τομέας δεν πραγματοποίησε αυτά τα έργα, μας δείχνει ότι είναι χαμηλά στον κατάλογο προτεραιοτήτων των καταναλωτών. Δεδομένης της κατάστασης στην δεξαμενή του πραγματικού πλούτου, η υλοποίηση αυτών των έργων θα υπονομεύσει την ευημερία των ανθρώπων. Αυτό συμβαίνει, διότι θα πραγματοποιηθούν σε βάρος των σχεδίων που είναι υψηλότερα στον κατάλογο προτεραιοτήτων των καταναλωτών.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η κατασκευή, ας πούμε, ενός σταδίου για τους ολυμπιακούς αγώνες, το οποίο οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν χαμηλής προτεραιότητας. Ας πούμε πως μιλάμε για το γήπεδο κρίκετ στην Αθήνα, η για το πανθεσσαλικό στο Βόλο (παρατημένα και τα δύο σήμερα). Οι άνθρωποι που απασχολούνται στην κατασκευή αυτών των έργων, πρέπει να έχουν πρόσβαση σε διάφορα αγαθά και υπηρεσίες για να συντηρήσουν τη ζωή και την ευημερία τους. Σε αποταμιεύσεις δηλαδή των παραγωγών. Σε αγαθά των οποίων η κατανάλωση δεν υπερβαίνει την παραγωγή.

Ο αυθαίρετος παρασιτισμός της κυβέρνησης δεν αποτελεί «επένδυση» ούτε παραγωγή. Αποτελεί κατανάλωση πλούτου.

Δεδομένου ότι η κυβέρνηση δεν είναι παραγωγός πλούτου, θα πρέπει να επιβάλει φόρους στους παραγωγούς πλούτου (στα άτομα που παράγουν αγαθά και υπηρεσίες σύμφωνα με τις σημαντικότερες προτεραιότητες των καταναλωτών) προκειμένου να στηρίξει την κατασκευή αχρείαστων «έργων».

Όταν οι παραγωγοί πλούτου ανταλλάσσουν τα προϊόντα τους μεταξύ τους, η ανταλλαγή είναι προαιρετική. Κάθε παραγωγός ανταλλάσσει τα εμπορεύματα του, για εμπορεύματα που πιστεύει ότι θα αυξήσουν το βιοτικό του επίπεδο. (Δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ πως το χρήμα είναι έμμεσος τρόπος ανταλλαγής αγαθών και υπηρεσιών. Οι άνθρωποι στην αγορά, ανταλλάσσουν τα αγαθά και τις υπηρεσίες τους χρησιμοποιώντας χρήματα.)

Δείτε σχετικά: Το κράτος είναι καταναλωτής και όχι παραγωγός1

Ως εκ τούτου, η ανταλλαγή ή το εμπόριο πρέπει να είναι ελεύθερα και επομένως να αντανακλούν τις προτεραιότητες του κάθε ατόμου. Ωστόσο, οι κρατικοί φόροι έχουν εξαναγκαστικό χαρακτήρα: υποχρεώνουν τους παραγωγούς να αποχωριστούν τον πλούτο τους σε αντάλλαγμα για ένα ανεπιθύμητο γήπεδο κρίκετ. Αυτό σημαίνει ότι οι παραγωγοί αναγκάζονται να ανταλλάσσουν περισσότερα για λιγότερα και, προφανώς, αυτό βλάπτει την ευημερία τους.

Όσο περισσότερες ανάλογες κατασκευές αναλαμβάνει η κυβέρνηση, τόσο περισσότερος πραγματικός πλούτος αφαιρείται από τους παραγωγούς πλούτου. Μπορούμε λοιπόν να συμπεράνουμε ότι το επίπεδο των φόρων, δηλαδή του πραγματικού πλούτου, που αποσπάται από τον ιδιωτικό τομέα, εξαρτάται άμεσα από το μέγεθος των κυβερνητικών δραστηριοτήτων.

Σημειώστε εδώ ότι, όντας καταναλωτής πλούτου, η κυβέρνηση δεν μπορεί να συμβάλει στην αποταμίευση και στην δεξαμενή του πραγματικού πλούτου. Επιπλέον, εάν οι κυβερνητικές δραστηριότητες μπορούσαν να δημιουργήσουν πλούτο, τότε θα είχαν αυτοχρηματοδοτηθεί και δεν θα χρειαζόταν καμία υποστήριξη από τους υπόλοιπους παραγωγούς. Εάν ίσχυε διαφορετικά, τότε δεν θα προέκυπτε ποτέ θέμα φόρων.

Αυτό που έχει σημασία, είναι οι κυβερνητικές δαπάνες, όχι τα ελλείμματα ή τα πλεονάσματα

Θεωρώντας ότι οι κυβερνητικές δαπάνες είναι καθαυτές παραγωγός πλούτου, ορισμένοι θα υποστηρίξουν ότι η σωστή απόκριση στα κυβερνητικά πλεονάσματα λέει ότι δεν χρειάζεται να μειωθούν οι δαπάνες και ότι μπορεί απλά να μειωθούν οι φόροι. Ωστόσο, ένα πλεόνασμα στον προϋπολογισμό – δηλαδή ένα νομισματικό πλεόνασμα – δεν «δημιουργεί χώρο» για χαμηλότερους φόρους. Μόνο εάν οι πραγματικές κυβερνητικές δαπάνες μειωθούν (δηλαδή μόνο όταν η κυβέρνηση μειώσει τον αριθμό των γηπέδων που σχεδιάζει να χτίσει) μπορούν να μειωθούν αποτελεσματικά οι φόροι. Οι χαμηλότερες κυβερνητικές δαπάνες, συνεπάγονται ότι οι παραγωγοί πλούτου, θα έχουν στη διάθεσή τους μεγαλύτερο μέρος της δεξαμενής του πραγματικού πλούτου.

Από την άλλη πλευρά, αν οι κυβερνητικές δαπάνες συνεχίσουν να αυξάνονται, παρά τα πλεονάσματα του προϋπολογισμού, δεν είναι δυνατή η αποτελεσματική φορολογική ελάφρυνση. Το μέρος της δεξαμενής του πραγματικού πλούτου που είναι στη διάθεση των παραγωγών πλούτου θα συρρικνωθεί.

Για παράδειγμα, αν οι κυβερνητικές δαπάνες ανέρχονται σε 100 δισεκατομμύρια ευρώ και τα έσοδα της κυβέρνησης είναι 90 δισεκατομμύρια τότε η κυβέρνηση έχει έλλειμμα 10 δισεκατομμύρια. Δεδομένου ότι οι κυβερνητικές δαπάνες πρέπει να χρηματοδοτηθούν, αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να εξασφαλίσει κάποιες άλλες πηγές χρηματοδότησης, όπως δανεισμό, εκτύπωση χρήματος ή νέες μορφές φόρων. Η κυβέρνηση θα χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα για να αποσπάσει πόρους από τους παραγωγούς πλούτου, ώστε να υποστηρίξει τις δραστηριότητές της.

Αυτό που έχει σημασία εδώ είναι ότι οι κυβερνητικές δαπάνες είναι 100 δισεκατομμύρια ευρώ, όχι ότι το έλλειμμα είναι 10 δισεκατομμύρια. Για παράδειγμα, αν τα κρατικά έσοδα λόγω υψηλότερων φόρων ήταν 100 δισεκατομμύρια τότε θα έχουμε ισορροπημένο προϋπολογισμό. Αλλά αυτό θα αλλάξει το γεγονός ότι η κυβέρνηση εξακολουθεί να αποσπά 100 δισεκατομμύρια πόρων από τους παραγωγούς πλούτου;

Πριν καταναλωθεί, ο πλούτος πρέπει να παραχθεί

Οι επικριτές του καπιταλισμού και των υποστηρικτών της ελαχιστοποίησης της κρατικής δραστηριότητας, θα αντιδράσουν ότι δεν μπορεί να εμπιστευθούμε τον ιδιωτικό τομέα για τη δημιουργία και την ενίσχυση της υποδομής του έθνους. Για παράδειγμα, οι Ελληνικές κυβερνήσεις προέβησαν τα χρόνια της φούσκας στην κατασκευή και στην αναβάθμιση των εθνικών οδών.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό συνέβη. Ωστόσο, μπορούσαν οι Έλληνες να πληρώσουν την βελτίωση των υποδομών; Ο ρυθμιστής εδώ, θα έπρεπε να είναι η ελεύθερη αγορά όπου τα άτομα, αγοράζοντας ή απέχοντας από την αγορά, αποφασίζουν για το είδος των υποδομών που πρόκειται να προκύψουν.

Για παράδειγμα, υπάρχουν ενστάσεις για το μετρό της Αθήνας (εδώ). Οι εθνικές οδοί που κατασκευάστηκαν, αποφεύγονται συστηματικά από τους χρήστες, καθώς είναι πανάκριβες (δείτε εδώ). Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως ο ρόλος των εθνικών οδών είναι να μειώνουν κυρίως τα κόστη μεταφορών, όχι να τα αυξάνουν (δείτε εδώ τον εξαναγκασμό). Κάποιοι θα υποστηρίξουν πως αποφεύγονται τα τροχαία ατυχήματα. Ωστόσο, αν και υπάρχει μείωση των τροχαίων ατυχημάτων από το 2010 ως το 2015, κανείς δεν μπορεί να μας διαβεβαιώσει αν αυτό οφείλεται στην βελτίωση των δρόμων, η στην δραματική ελάττωση των οχημάτων και της κυκλοφορίας λόγω οικονομικής κρίσης (δείτε κάτι σχετικό εδώ). Και, στο τέλος, είναι καλά και όμορφα τα έργα και τα επιθυμούμε όλοι. Όμως, όπως προαναφέρθηκε, μπορούμε να τα αντέξουμε οικονομικά; Η πραγματικότητα που βιώνει πλέον η χώρα, λέει πως όχι.

«Δημόσιες» επενδύσεις – σήραγγες για το πουθενά. Λίγο πριν από την Αθήνα, στο ύψος της λίμνης Κουμουνδούρου στον Σκαραμαγκά, δύο σήραγγες χάσκουν δίπλα από την εθνική οδό. Αρκετοί έχουν παρατηρήσει ότι δεν υπάρχει δρόμος σε καμία πλευρά των δύο σηράγγων. Δείτε περισσότερα εδώ

Το Ελληνικό κράτος υποστηρίζει πως: τα έσοδα των εθνικών οδών μειώθηκαν «εξαιτίας της κρίσης». Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι πως τα εισοδήματα των Ελλήνων μειώθηκαν εξαιτίας των εθνικών οδών (μεταξύ πολλών άλλων κρατικών «έργων») και είναι οι εθνικές οδοί, (μεταξύ πολλών άλλων κυβερνητικών δαπανών) που έφεραν την κρίση. Όπως επίσης επισημαίνεται, παραδείγματος χάριν, το κόστος για την εθνική οδό Ε-65 αυξήθηκε κατά 47% ανά χιλιόμετρο. Αυτό καταδεικνύει την εγγενή σπατάλη η οποία διέπει την διαχείριση των οικονομικών πόρων εκ μέρους του κράτους, όταν αυτοί δεν υπόκεινται σε κανόνες αγοράς (κέρδος/ζημία, καταναλωτική αξιολόγηση, κίνητρο, υποκείμενη συνέπεια, ευθύνη).

Εάν το μέγεθος της δεξαμενής του πραγματικού πλούτου δεν επαρκεί για να προσφέρει καλύτερες υποδομές, τότε χρειάζεται χρόνος για να συγκεντρωθεί πραγματικός πλούτος ώστε να μπορέσουν να εξασφαλιστούν καλύτερες υποδομές. Η αύξηση του συνόλου του πραγματικού πλούτου δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ταχύτερα αυξάνοντας τις κρατικές δαπάνες. Όπως είδαμε και ζήσαμε στην Ελλάδα, η αύξηση των κρατικών δαπανών συρρίκνωσε και δεν επέκτεινε την δεξαμενή του πραγματικού πλούτου.

Η Ελλάδα έχει καταστραφεί και εξακολουθεί να καταστρέφεται εξαιτίας των κυβερνητικών δαπανών.

Η κυβέρνηση μπορεί να εξαναγκάσει στην εφαρμογή διαφόρων «έργων» και δραστηριοτήτων που δεν έχουν επιλεγεί από την αγορά. Ωστόσο, η κυβέρνηση δεν μπορεί να καταστήσει αυτά τα έργα βιώσιμα. Με το πέρασμα του χρόνου η επιβάρυνση που θα επιβάλουν τα έργα αυτά στην οικονομία μέσω υψηλότερων συνεχιζόμενων επιπέδων φορολογίας, θα υπονομεύσει την ευημερία των ανθρώπων και θα καταστήσει τα έργα αυτά ακόμη πιο επιβαρυντικά. Δείτε πως κατάντησαν όλα τα ολυμπιακά ακίνητα και οι υποδομές, για να αναφέρουμε ένα μόνο παράδειγμα.

Ανάλογα, όπως μας εξηγεί ο συντάκτης της «Ελεύθερης Αγοράς» Μιχάλης Γκουντής, η διαχείριση των πόρων σε μια σοσιαλιστική οικονομία, όπως η Ελληνική, είναι πάντα ανορθολογική, στην καλύτερη περίπτωση και διεφθαρμένη στη χειρότερη. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί πως η παιδεία και η υγεία είναι αναγκαίες προτεραιότητες για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Όμως, δεν υπάρχει καμία δύναμη που να μπορεί να μας διαβεβαιώσει, πως η αναγωγή αυτών των πόρων σε «δημοσίων», αποτελεί την καλύτερη λύση.

Για να είμαστε ακριβείς, τα στοιχεία καταδεικνύουν πως η διαχείριση της υγείας και της παιδείας εξαναγκαστικά από το κράτος, είναι άρρηκτα συνδεδεμένα στοιχεία με την χρεοκοπία της χώρας. Η σπατάλη, η διαφθορά, οι υπερτιμολογήσεις, η απάτη και η λεηλασία είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της διαχείρισης των σπάνιων πόρων της υγείας και της παιδείας από τις κυβερνήσεις.

Η μείωση των φόρων πρέπει απαραίτητα να συνοδεύεται από μείωση στις κρατικές δαπάνες

Τι γίνεται με τη μείωση των φόρων στις επιχειρήσεις – σίγουρα θα έδινε ώθηση στις επενδύσεις κεφαλαίου και θα ενίσχυε τη διαδικασία σχηματισμού πραγματικού πλούτου; Όσο αυτή η μείωση των φόρων δεν συνοδεύεται από μείωση των κρατικών δαπανών, αυτό θα ενθαρρύνει την λανθασμένη κατανομή κεφαλαίου. Το ζήσαμε επί κυβέρνησης Κώστα Καραμανλή.

Το δημοσιονομικό έλλειμμα προηγούμενων εποχών, επιχειρείται να αποπληρωθεί σήμερα με την άγρια φορολογία που έχει ρημάξει τους παραγωγικούς Έλληνες. Προφανώς, αυτό ισοδυναμεί με την εκτροπή του πραγματικού πλούτου από δραστηριότητες που παράγουν πλούτο σε δραστηριότητες που δεν δημιούργησαν πλούτο. Διάφορα κεφαλαιουχικά έργα που χρηματοδοτήθηκαν με δανεισμό, είναι σαφές πως δεν συνέβαλαν στην παραγωγή πλούτου. Τουναντίον, εξαντλούν σήμερα τους Έλληνες αποσπώντας τους πλούτο για την αποπληρωμή των. Το αν αντέχουν οι Έλληνες την αποπληρωμή, αλλά και την συνεχιζόμενη ανορθολογική διαχείριση πόρων – όπως της υγείας και της παιδείας – από το κράτος, είναι σήμερα εμφανές. Η χώρα ασθμαίνει, αγκομαχά, ο παραγωγικός κόσμος είναι βυθισμένος στην απογοήτευση και στα χρέη που του επέβαλαν με το έτσι θέλω οι κυβερνήσεις..

Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η μόνη ουσιαστική συμβολή μιας κυβέρνησης, στην επέκταση της δεξαμενής του πραγματικού πλούτου και, ως εκ τούτου, στην αύξηση του βιοτικού επιπέδου των ανθρώπων, πρέπει να εστιάζεται στη μείωση των πραγματικών δαπανών – όχι στο δημοσιονομικό πλεόνασμα ή στο έλλειμμα. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι η κυβέρνηση πρέπει να απομακρυνθεί από τις επιχειρηματικές δραστηριότητες και να επιτρέψει στους παραγωγούς πλούτου να κάνουν αυτό που ξέρουν να κάνουν. Να παράγουν πραγματικό πλούτο, σύμφωνα με τις επιθυμίες και τις δυνατότητες της πλειοψηφίας παραγωγών και καταναλωτών.

Συμπέρασμα

Παρακολουθώντας «έγκριτους» αρθρογράφους που αυτοαποκαλούνται φιλελεύθεροι, μόνο κατάθλιψη μπορεί να πάθει κάποιος. Η συντριπτική πλειοψηφία αυτών, ισχυρίζεται πως οι Έλληνες «απολαμβάνουν» τις υποδομές που κατασκευάστηκαν στην περίοδο της φούσκας του ευρώ. Κάποιοι, ισχυρίζονται πως οι υποδομές δεν κόστισαν αλλά κόστισαν οι συντάξεις. Άλλοι, λένε άλλα. Ωστόσο, όλοι τους πιστεύουν πως αυτά τα θέματα λύνονται με «εθνική στρατηγική» δηλαδή με κρατική βία και κεντρικό σχεδιασμό τύπου πενταετών προγραμμάτων της πρώην ΕΣΣΔ. Κανείς δεν βλέπει πως οι εθνικές οδοί και άλλα κρατικά «έργα» είναι μη βιώσιμα οικονομικά, επέβαλαν κόστη δυσανάλογα με τις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας και αντί να ρίξουν τα κόστη παραγωγής τα αύξησαν.

Όλοι οι αυτοαποκαλούμενοι φιλελεύθεροι, μιλούν για περικοπή δαπανών, όμως κανείς δεν τολμάει να μιλήσει για αποκρατικοποίηση της υγείας, της κοινωνικής ασφάλισης, της παιδείας ακόμα και της δημόσιας ασφάλειας, αγορές οι οποίες κοστίζουν πάνω από 25 δισεκατομμύρια ευρώ, μεγάλο μέρος των οποίων σπαταλάται ή κλέβεται από τις κρατικές ληστοσυμμορίες και τους διαπλεκόμενους εκλεκτούς (αλήθεια, πως θα μειωθούν οι κρατικές δαπάνες, χωρίς απολύσεις και αποκρατικοποιήσεις των προαναφερθέντων, μόνο οι αυτοαποκαλούμενοι φιλελεύθεροι «μεσσίες» το γνωρίζουν). Όλοι τους, στοχεύουν να «εξορθολογήσουν» το κρατικό μονοπώλιο αυτών των υπηρεσιών, όταν η οικονομική επιστήμη μας διδάσκει πως αυτό είναι μια ουτοπία στα όρια της γελοιότητας.

Κανείς αυτοαποκαλούμενος φιλελεύθερος δεν τολμάει να πει πως πρέπει να ιδιωτικοποιηθούν τα πάντα για μια κοινωνία δίκαιη, ευημερούσα και βιώσιμη. Διότι, στην πραγματικότητα, είναι όλοι τους ένα μάτσο σοσιαλιστές.

***

Βρίσκετε ενδιαφέροντα τα άρθρα στην «Ελεύθερη Αγορά»; Εκτιμάτε την προσπάθεια μας; Κάντε τώρα μια δωρεά 5 ευρώ και ενισχύστε μας.





Διαβάστε σχετικά:

Για το χρήμα και το τραπεζικό σύστημα δείτε:

Σημειώσεις:
  1. Οι παραγωγικές δαπάνες, είναι συνώνυμες με τον όρο της αναπαραγωγής, καθώς πρόκειται για χρήμα το οποίο δαπανάται αλλά και αποκαθίσταται μέσω παραγωγικών δαπανών. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, στο πλαίσιο ολόκληρης της διαδικασίας της οποίας είναι μέρος, οι παραγωγικές δαπάνες δεν συνιστώνται από χρήματα που μόνο φεύγουν. Ο στόχος είναι να επιστρέψουν, συνήθως με την προσθήκη κέρδους στα αρχικά χρηματικά ποσά. Τα χρήματα που καταναλώνονται κατά μη παραγωγικό τρόπο, κατά κανόνα, είτε δεν επιστρέφουν καθόλου είτε επιστρέφουν σε μικρότερα ποσά και επομένως απλώς καταναλώνονται. Στη μία περίπτωση, υπάρχει αντικατάσταση και αύξηση, στην άλλη, απλά μείωση.Οι παραγωγικές δαπάνες πραγματοποιούνται μόνο από επιχειρηματικές δραστηριότητες, οι οποίες αποσκοπούν να παράγουν αγαθά και υπηρεσίες, ελπίζοντας πως θα μπορέσουν στη συνέχεια να ανταλλάξουν την παραγωγή τους με χρήματα στην αγορά. Το χρηματικό κέρδος αποτελεί, φυσικά, τον ουσιώδη σκοπό της οργάνωσης των επιχειρήσεων. Και δεδομένου ότι η ποσότητα χρημάτων και ο όγκος των δαπανών είναι κατά κάποιο τρόπο σταθερά και αναμενόμενα στοιχεία, υπάρχει ένας συνεχής ανταγωνισμός για σπάνια χρήματα (σπάνιους πόρους και παραγωγικούς συντελεστές) μεταξύ των επιχειρήσεων. Δεν έχει απολύτως καμία σημασία το κατά πόσον μια συγκεκριμένη δραστηριότητα είναι «παραγωγική» από απόψεως φυσικής εντάσεως απασχόλησης. Μια δραστηριότητα μπορεί να χαρακτηριστεί ως παραγωγική, εάν αποφέρει από μόνη της χρήματα, ή αν συμβάλλει στην είσπραξη χρημάτων, είτε με τη μορφή εσόδων από πωλήσεις, εσόδων από ενοίκια ή εσόδων από τόκους. Η πηγή όλων αυτών των εσόδων και των μισθών, δεν μπορεί να είναι η καταναλωτική δαπάνη, αλλά μόνο οι παραγωγικές δαπάνες που πραγματοποιούν οι επιχειρήσεις.