Η κυβερνητική πρόνοια, αποθαρρύνει την παραγωγική εργασία, την οικογένεια, ενθαρρύνει την εξάρτηση και θέτει τεράστιο οικονομικό βάρος στις πλάτες των σκληρά εργαζόμενων φορολογουμένων.
Του Ευθύμη Μαραμή
Η καταπολέμηση της φτώχειας αποτελεί αγαπημένη ενασχόληση των κυβερνήσεων, επειδή οι πολιτικοί μπορούν ή νομίζουν πως μπορούν, να απεικονίσουν τους εαυτούς τους ως προστάτες των φτωχών. Ωστόσο, οι ατυχείς λίγοι που έχουν ανάγκη θα τείνουν να είναι πολύ λιγότεροι σε αριθμό, αν η ενίσχυση τους αναληφθεί από τον ιδιωτικό τομέα αντί από κυβερνητικά προγράμματα που χρηματοδοτούνται από φόρους.
Οι κυβερνητικές γραφειοκρατικές υπηρεσίες ευνοούνται εγγενώς
Για την απόκτηση των εσόδων (φόρων) της κρατικής πρόνοιας, χρησιμοποιείται εξαναγκασμός. Το γεγονός αυτό καθιστά από μόνο του τις κυβερνητικές γραφειοκρατικές υπηρεσίες σε κύριους δικαιούχους αυτών των προγραμμάτων και, ως εκ τούτου, έχουν ιδιαίτερα κίνητρα να διατηρήσουν διαρκή τεχνητή ζήτηση για αυτά τα προγράμματα. Είναι σαφές ότι εξυπηρετεί τα συμφέροντα των πολιτικών και των γραφειοκρατών να δημιουργούν, να επιβάλλουν και να συντηρούν κουλτούρα εξάρτησης από την πρόνοια. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, αποτελεί η βιομηχανία μαϊμού τυφλών που λειτουργούσε στην Ζάκυνθο. Είναι εξαιρετικά δε πιθανό πως αυτού του είδους τα γεγονότα, δεν αποτελούν εξαίρεση αλλά κανόνα στην κρατική πρόνοια. Πρόσφατα μάθαμε πως στον Τύρναβο 8 οικογένειες με πλαστά έγγραφα και δικαιολογητικά, είχαν καταφέρει να αποσπάσουν 400.000 ευρώ ως επιδόματα για ανύπαρκτα παιδιά.
Η ιδιωτική φιλανθρωπία θα είναι πιο αποτελεσματική από την κρατική πρόνοια, επειδή οι ιδιώτες που θα συνεισφέρουν τα δικά τους χρήματα, θα έχουν ιδιαίτερα κίνητρα να εντοπίσουν τις πραγματικές ανάγκες, ασθένειες και προβλήματα των παραληπτών. Σε τοπικό επίπεδο, είναι εύκολο να παρακολουθούνται οι παραλήπτες βοήθειας ώστε να βεβαιώνεται ότι καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να ανεξαρτητοποιηθούν από αυτή τη βοήθεια, όταν αυτό είναι δυνατό. Ενεργό ρόλο σε ένα τέτοιο δίκτυο θα μπορούσε, μεταξύ άλλων, να αναλάβει η εκκλησία για παράδειγμα διαθέτοντας εκπροσώπηση σε κάθε σημείο της χώρας.
Αντίθετα, οι συγκεντρωτικές κυβερνητικές γραφειοκρατικές υπηρεσίες είναι απρόσωπες από τη φύση τους. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι οι κρατικοί υπάλληλοι στερούνται ευαισθησίας. Σημαίνει ότι ασχολούνται με αμέτρητους αποδέκτες επιδομάτων πρόνοιας τους οποίους δεν γνωρίζουν προσωπικά και ίσως απαγορεύεται κιόλας να το πράξουν. Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δίνουν τα χρήματα κάποιου άλλου, τα κίνητρα για τον προσδιορισμό/εντοπισμό της πραγματικής ανάγκης, είναι πολύ αδύναμα. Αν συνεκτιμήσουμε και την εγγενή φύση της εξαπάτησης, της διαπλοκής και της τεχνητής ζήτησης που παράγει αυτό το σύστημα, όπως προαναφέρθηκε, έχουμε μια βόμβα στα θεμέλια της κοινωνίας. Οι απατεώνες και οι μαϊμού δικαιούχοι, είναι ένας σημαντικός άξονας κίνησης του σύγχρονου κρατικού συστήματος πρόνοιας, κάτι το οποίο μπορεί να εξαλειφθεί αν αναλάβει τον τομέα αυτό η ιδιωτική πρωτοβουλία.
Διαχωρισμός της ανικανότητας και της ανεπάρκειας.
Υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ εκείνων που είναι ανίκανοι να υποστηρίξουν τον εαυτό τους και εκείνων που είναι ικανοί, αλλά απρόθυμοι να το κάνουν. Εάν ανήκει κάποιος στην τελευταία ομάδα, δεν αξίζει βοήθεια – μια έννοια που μπορεί να καταλάβει ακόμα και ένα 10χρονο. Ωστόσο, οι σοσιαλιστές σοκάρονται αν ακούσουν κάτι ανάλογο. Δεν είναι δική μας δουλειά να εκτιμούμε τον προσωπικό χαρακτήρα και τις συνήθειες των παραληπτών προνοιακών επιδομάτων λένε. Όταν κάποιος λέει πως έχει ανάγκη, πρέπει να ανοίξουμε αυτόματα τα πορτοφόλια μας, αλλά δεν πρέπει ποτέ να κρίνουμε. Αποδοκιμάζουν κάθε προσπάθεια να γίνει διάκριση μεταξύ αυτών που δικαιούνται η δεν δικαιούνται πρόνοια. Εφόσον είναι φτωχοί, συνεπώς, σύμφωνα με τους σοσιαλιστές, πρέπει να επιδοτούνται.
Ευτυχώς, τέτοια επιχειρήματα μπορούν να καταρριφθούν εύκολα, όταν κάποιος παρακολουθήσει την πραγματικότητα. Πρόσφατη έρευνα έδειξε πως πολλά ζευγάρια προχωρούν σε εικονικά διαζύγια, ώστε να εισπράξουν ανάλογα επιδόματα μονογονεϊκής οικογένειας. Έχει συνεπώς πολύ μεγάλη σημασία, το να επιδιώκει κάποιος να εισπράξει επιδόματα, έχοντας ως κίνητρο ακριβώς να δημιουργήσει τεχνητή ανάγκη. Το ίδιο το κράτος δίνει κίνητρο ώστε να μην επιδιώξει κάποιος την εργασία. Έχει πολύ μεγάλη σημασία το αν κάποιος είναι φτωχός σκόπιμα, χωρίς να καταβάλει καμία προσπάθεια να μεταβάλει αυτή την κατάσταση.
Είναι δυνατή η μεταρρύθμιση;
Οι πολιτικοί λένε ότι μπορούν να καταπολεμήσουν τη φτώχεια, για την οποία συχνά κατηγορούν τους «άπληστους καπιταλιστές» και τις «ανισότητες». Φυσικά, γνωρίζουμε ότι δεν μπορούν. Στην πραγματικότητα, ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Όσο περισσότερος σοσιαλισμός σε μια χώρα, τόσο περισσότερη φτώχεια υφίσταται σε αυτή τη χώρα.
-
Δείτε σχετικά: Κοινωνικό κράτος: ο δούρειος ίππος του σοσιαλισμού
Η πραγματικότητα είναι ότι οι πολιτικοί αγοράζουν ψήφους με χρήματα άλλων ανθρώπων. Και η απόσπαση χρημάτων από ένα άτομο ώστε να δοθούν σε κάποιο άλλο, το οποίο δεν παρέχει υπηρεσίες στο πρώτο άτομο, είναι ο ορισμός της ανήθικης κλοπής. Όταν οι αγορές παρεμποδίζονται από την κυβερνητική παρέμβαση, η φτώχεια αυξάνεται. Όπως έγραψε ο Ludwig von Mises στο Human Action:
Είναι πολύ πιθανό ότι τα κεφάλαια των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων θα ήταν επαρκή στις καπιταλιστικές χώρες, εάν ο παρεμβατισμός δεν σαμποτάριζε τους βασικούς θεσμούς της οικονομίας της αγοράς… Το μεγαλύτερο μέρος των ατόμων που βοηθούνται από φιλανθρωπικά ιδρύματα, έχουν καταστεί ανήμπορα λόγω των κρατικών παρεμβάσεων στην οικονομία της αγοράς.
Μπορούν τα κρατικά προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας να μεταρρυθμιστούν προκειμένου να φτάσουν στα ανώτερα κίνητρα που διαθέτουν οι ιδιώτες; Όχι. Η ανώτερη φύση των ιδιωτικών κινήτρων απορρέει από το γεγονός ότι τα άτομα αναπτύσσουν τους δικούς τους πόρους – τα δικά τους χρήματα. Ως εκ τούτου, αυτό είναι αδύνατο να συμβεί μέσα στην εξαναγκαστική θεσμική δομή της κυβέρνησης. Επιπλέον, είναι καιρός να σταματήσει να κλέβει τους ανθρώπους το κράτος, ώστε να αναλάβουν αυτοί ατομικά τις ευθύνες της προστασίας των – πραγματικά – ανήμπορων. Θα κάνει καλό στην κοινωνία συνολικά κάτι τέτοιο.
Επίλογος
Η κυβερνητική πρόνοια, αποθαρρύνει την παραγωγική εργασία, την οικογένεια, ενθαρρύνει την εξάρτηση και θέτει τεράστιο οικονομικό βάρος στις πλάτες των σκληρά εργαζόμενων φορολογουμένων. Οι αδικίες που δημιουργεί αυτό σύστημα, είναι παραπάνω από εμφανείς σήμερα με το «κοινωνικό μέρισμα». Ιδιοκτήτες ακινήτων με εισοδήματα που δεν φτάνουν ούτε για την συντήρηση των εαυτών τους, εξαναγκάζονται να πληρώσουν αυτό το μέρισμα επειδή διέπραξαν το έγκλημα να κατέχουν κάποιο ακίνητο.
Η χώρα χωρίζεται σε εκείνους που παράγουν και θέλουν να προστατεύσουν τα εισοδήματα τους και σε εκείνους που θέλουν να μοιράζονται «δικαιωματικά» (συνεπώς δια της βίας) αυτά που παράγουν οι άλλοι. Από αυτή την άποψη, η μετάβαση από την ιδέα ενός κράτους που δημιουργήθηκε για την παροχή και την προστασία των ίσων ευκαιριών, σε ένα κράτος που αναμένεται να προσφέρει ίσα αποτελέσματα, ήταν αποφασιστική και οδήγησε σε αυτό που ο ασφαλιστικός κλάδος ονομάζει «ηθικό κίνδυνο».
Οι ηθικοί κίνδυνοι των τρεχόντων προγραμμάτων είναι σαφείς. Η επιδότηση της ανεργίας προωθεί την ανεργία. Η ενίσχυση για τις μονογονεϊκές οικογένειες δημιουργεί περισσότερες εξαρτημένες μονογονεϊκές οικογένειες. Η ασφάλιση αναπηρίας σε όλες τις πολλαπλές μορφές της ενθαρρύνει την προώθηση μικρών ασθενειών σε προσωρινές αναπηρίες και τις μερικές αναπηρίες σε ολικές και μόνιμες. Η κρατική ασφάλιση γήρατος αποθαρρύνει την οικογενειακή φροντίδα των ηλικιωμένων και διαλύει τους δεσμούς μεταξύ των γενεών. Όλα τα προγράμματα κατά της φτώχειας, προωθούν την αξία του να είσαι «φτωχός» (τα διαπιστευτήρια της φτώχειας) και έτσι διαιωνίζουν τη φτώχεια. Η κοινωνική πρόνοια πρέπει να αποκρατικοποιηθεί.
Η φιλανθρωπία πρέπει να αφεθεί αποκλειστικά στην ελεύθερη βούληση των ανθρώπων. Κανένας δεν πρέπει να εξαναγκάζεται να πληρώσει για υποτιθέμενη φιλανθρωπία, ειδικά όταν ο μεσάζων έχει το προνόμιο της άσκησης βίας. Ο μεσάζων – το κράτος – έχει κάθε λόγο να δημιουργήσει εξάρτηση και διαιώνιση του προβλήματος διότι έτσι εξυπηρετείται οικονομικά αλλά και αποκτά ισχύ διεύρυνσης της επιρροής του.
***