Murray N. Rothbard: Οι οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της φορολόγησης στην ακίνητη περιουσία

0
3144
Ο φόρος στην περιουσία σημαίνει πως τα άτομα θα επενδύσουν λιγότερα στα στεγαστικά ακίνητα, τα οποία επιβαρύνονται σχετικά με μεγάλη φορολογική επιβάρυνση ιδιοκτησίας και θα μετατοπίσουν τις επενδύσεις σε σε λιγότερο ανθεκτικά-πιο αναλώσιμα-καταναλωτικά αγαθά, στρεβλώνοντας έτσι την παραγωγή και πλήττοντας την ικανοποίηση των καταναλωτών.
Ο φόρος στην περιουσία σημαίνει πως τα άτομα θα επενδύσουν λιγότερα στα στεγαστικά ακίνητα, τα οποία επιβαρύνονται σχετικά με μεγάλη φορολογική επιβάρυνση ιδιοκτησίας και θα μετατοπίσουν τις επενδύσεις σε σε λιγότερο ανθεκτικά-πιο αναλώσιμα-καταναλωτικά αγαθά, στρεβλώνοντας έτσι την παραγωγή και πλήττοντας την ικανοποίηση των καταναλωτών.

ο φόρος στην περιουσία παραμορφώνει αναγκαστικά την κατανομή των πόρων στην παραγωγή. Επιβάλλει κυρώσεις σε εκείνες τις γραμμές παραγωγής, στις οποίες ο κεφαλαιουχικός εξοπλισμός ανά ευρώ πωλήσεων είναι μεγάλος και προκαλεί τη μετατόπιση πόρων από αυτές τις γραμμές σε λιγότερο «καπιταλιστικούς» τομείς.

 

Του Murray N. Rothbard

Απόδοση: Ευθύμης Μαραμής

 Ο φόρος ιδιοκτησίας

Ο φόρος περιουσίας είναι ένας φόρος που επιβάλλεται στην αξία της ιδιοκτησίας και συνεπώς στο συσσωρευμένο κεφάλαιο. Υπάρχουν πολλά προβλήματα που χαρακτηρίζουν τη φορολογία της ιδιοκτησίας. Πρώτον, ο φόρος εξαρτάται από την εκτίμηση της αξίας της περιουσίας και ο φορολογικός συντελεστής εφαρμόζεται στην εκτιμώμενη αυτή αξία. Όμως, δεδομένου πως συνήθως δεν πραγματοποιείται  πραγματική πώληση της ιδιόκτητης περιουσίας, δεν υπάρχει τρόπος για ακριβείς εκτιμήσεις. Δεδομένου ότι όλες οι εκτιμήσεις είναι αυθαίρετες, ο δρόμος είναι ανοιχτός για ευνοιοκρατία, συμπαιγνία και δωροδοκία κατά τις εκτιμήσεις αυτών των αξιών.

Μια άλλη αδυναμία της τρέχουσας φορολογίας ιδιοκτησίας, είναι ότι φορολογεί διπλά τόσο την «πραγματική» όσο και την «άυλη» περιουσία. Ο φόρος ιδιοκτησίας προσθέτει «πραγματικές» και «άυλες» εκτιμήσεις ιδιοκτησίας μαζί. Έτσι, τα ίδια κεφάλαια των ομολογιούχων στην ιδιοκτησία προστίθενται στο ποσό της οφειλής των οφειλετών. Επομένως, η περιουσία υπό χρέη φορολογείται διπλά σε σχέση με άλλες περιουσίες. Εάν ο Α και ο Β διαθέτουν έκαστος ένα περιουσιακό στοιχείο αξίας 10.000 €, αλλά και ο C κατέχει ένα ομόλογο αξίας 6.000 € στην ιδιοκτησία του Β, ο τελευταίος εκτιμάται συνολικά πως κατέχει 16.000 € και φορολογείται ανάλογα. Έτσι, η χρήση του πιστωτικού συστήματος τιμωρείται και το επιτόκιο που καταβάλλεται στους πιστωτές πρέπει να αυξηθεί για να αντισταθμιστεί η πρόσθετη ποινή.

Επιπτώσεις στην ακίνητη περιουσία

Μια ιδιαιτερότητα του φόρου ιδιοκτησίας, είναι ότι συνδέεται με την ίδια την περιουσία και όχι με το πρόσωπο που την κατέχει. Ως εκ τούτου, ο φόρος μετατοπίζεται στην αγορά με έναν ειδικό τρόπο γνωστό ως φορολογική κεφαλαιοποίηση. Ας υποθέσουμε, για παράδειγμα, ότι το κοινωνικό ποσοστό χρονικής προτίμησης ή το καθαρό επιτόκιο είναι 5%. Πέντε τοις εκατό κερδίζεται σε όλες τις επενδύσεις σε ισορροπία και το ποσοστό τείνει στο 5% καθώς επιτυγχάνεται ισορροπία. Ας υποθέσουμε ότι ένας συγκεκριμένος  φόρος ιδιοκτησίας επιβάλλεται σε μία ιδιοκτησία ή σε ένα σύνολο ιδιοκτησίας, π.χ. σε ένα σπίτι αξίας 100.000 €. Πριν από την επιβολή αυτού του φόρου, ο ιδιοκτήτης κέρδιζε 5.000 € ετησίως από το ακίνητο. Ο ετήσιος φόρος του 1% επιβάλλεται τώρα, αναγκάζοντας τον ιδιοκτήτη να πληρώσει 1000 € ετησίως στην κυβέρνηση. Τι θα συμβεί τώρα; Ως έχει, ο ιδιοκτήτης θα κερδίσει 4.000 € ετησίως για την επένδυσή του. Η καθαρή απόδοση της επένδυσης είναι πλέον 4%. Σαφώς, κανείς δεν θα συνεχίσει να επενδύει στο 4% σε αυτό το ακίνητο όταν μπορεί να κερδίσει 5% αλλού. Τι θα συμβεί; Ο ιδιοκτήτης δεν θα είναι σε θέση να μετατοπίσει τον φόρο με αύξηση της μισθωτικής αξίας του ακινήτου. Τα κέρδη του ακινήτου καθορίζονται από την μειωμένη οριακή αξία παραγωγικότητας και ο φόρος επί του ακινήτου δεν αυξάνει τα πλεονεκτήματά του ή την κερδοφορία. Στην πραγματικότητα, συμβαίνει το αντίθετο: ο φόρος μειώνει την κεφαλαιουχική αξία του ακινήτου για να επιτρέψει στους ιδιοκτήτες να κερδίσουν απόδοση 5%. Η κίνηση της αγοράς προς την ομοιομορφία της απόδοσης του τόκου, ωθεί την κεφαλαιουχική αξία του ακινήτου προς τα κάτω για να επιτρέψει την απόδοση της επένδυσης. Η κεφαλαιουχική αξία του ακινήτου θα μειωθεί στα 83.330 €, έτσι ώστε οι μελλοντικές του αποδόσεις να είναι 5%.1

Οι συνολικές επιπτώσεις στην οικονομία

Μακροπρόθεσμα, αυτή η διαδικασία μείωσης της κεφαλαιακής αξίας αποδίδεται προς τα πίσω, κυρίως στους ιδιοκτήτες γης. Ας υποθέσουμε ότι ένας φόρος περιουσίας επιβάλλεται σε ένα κεφαλαιουχικό αγαθό ή σε ένα σύνολο κεφαλαιουχικών αγαθών. Το εισόδημα από το κεφαλαιουχικό αγαθό είναι επιλύσιμο σε μισθούς, τόκους, κέρδη και μισθώματα σε γη. Μια χαμηλότερη κεφαλαιακή αξία των κεφαλαιουχικών αγαθών, θα μετατοπίσει πόρους αλλού. Οι εργαζόμενοι, που έρχονται αντιμέτωποι με χαμηλότερους μισθούς για την παραγωγή αυτού του συγκεκριμένου αγαθού, θα μετακινηθούν σε μια θέση απασχόλησης που πληρώνει καλύτερα, οι καπιταλιστές θα επενδύσουν σε έναν πιο αποδοτικό τομέα και ούτω καθεξής. Ως αποτέλεσμα, οι εργαζόμενοι και οι επιχειρηματίες θα μπορούσαν σε μεγάλο βαθμό να απεγκλωβιστούν από τον φόρο ιδιοκτησίας, με τους πρώτους να πλήττονται, στο βαθμό που η αρχική τους μειωμένη οριακή αξία παραγωγικότητας ήταν υψηλότερη εδώ από ό, τι στα επόμενα επαγγέλματα που πληρώνουν την υψηλότερη αμοιβή. Οι καταναλωτές, βέβαια, θα υποφέρουν από εξαναγκαστική κακή κατανομή των πόρων. Ο άνθρωπος που φέρει το μεγαλύτερο φορτίο, τότε, είναι ο ιδιοκτήτης γης. Ως εκ τούτου, η διαδικασία της φορολογικής κεφαλαιοποίησης ισχύει πληρέστερα στον φόρο ιδιοκτησίας επί της γης και επί των ακινήτων. Η επίπτωση βαρύνει τον ιδιοκτήτη της «αρχικής» γης, δηλαδή τον ιδιοκτήτη κατά τον χρόνο που επιβλήθηκε για πρώτη φορά ο φόρος. Διότι όχι μόνο ο ιδιοκτήτης πληρώνει τον ετήσιο φόρο (έναν φόρο που δεν μπορεί να μετατοπίσει) όσο αυτός είναι ο ιδιοκτήτης, αλλά επίσης υφίσταται ζημία στην κεφαλαιουχική αξία. Αν ο κ. Παπαδόπουλος είναι ο ιδιοκτήτης του παραδείγματος με το ακίνητο που περιγράψαμε, όχι μόνο πληρώνει 830 € ετησίως σε φόρους, αλλά και η αξία του ακινήτου του μειώνεται επίσης από 100.000 € σε 83.330 €. Ο κ. Παπαδόπουλος ξεκάθαρα θα απορροφήσει την ζημία όταν πουλήσει το ακίνητο.

Τι γίνεται, όμως, με τους επόμενους ιδιοκτήτες; Αγοράζουν το ακίνητο στα 83.330 € και κερδίζουν σταθερό επιτόκιο 5%, αν και συνεχίζουν να πληρώνουν 833 € ετησίως στην κυβέρνηση. Επομένως, η προσδοκία της φορολογικής επιβάρυνσης που συνδέεται με το ακίνητο έχει κεφαλαιοποιηθεί από την αγορά και έχει ληφθεί υπόψη κατά την διαμόρφωση της κεφαλαιακής αξίας του ακινήτου. Ως αποτέλεσμα, οι μελλοντικοί ιδιοκτήτες είναι σε θέση να μετατοπίσουν ολόκληρη την επίπτωση του φόρου ιδιοκτησίας στον αρχικό ιδιοκτήτη. Δεν πληρώνουν πραγματικά τον φόρο με την έννοια ότι αναλαμβάνουν το βάρος του.

Μείωση επενδύσεων

Η φορολογική κεφαλαιοποίηση αποτελεί περίπτωση μιας διαδικασίας κατά την οποία η αγορά προσαρμόζεται στα βάρη που της επιβάλλουν. Εκείνοι οι οποίοι ήθελε η κυβέρνηση να πληρώσουν το βάρος, μπορούν να αποφύγουν να το πράξουν λόγω της ανθεκτικότητας της αγοράς να προσαρμόζεται σε νέες επιβολές. Οι αρχικοί ιδιοκτήτες γης και ακινήτων, ωστόσο, επιβαρύνονται ιδιαίτερα με τον φόρο ακίνητης περιουσίας.

Ορισμένοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι, όταν έχει πραγματοποιηθεί φορολογική κεφαλαιοποίηση, θα ήταν άδικο η κυβέρνηση να μειώσει ή να καταργήσει τον φόρο επειδή μια τέτοια ενέργεια θα παρείχε ένα «δώρο» στους σημερινούς ιδιοκτήτες, οι οποίοι θα λάβουν αντισταθμιστική αύξηση στην κεφαλαιακή του αξία. Αυτό είναι ένα περίεργο επιχείρημα. Στηρίζεται στην παραπλανητική καταχώρηση της κατάργησης ενός φορτίου σε επιδότηση . Η πρώτη περίπτωση, όμως, είναι μια κίνηση προς τις συνθήκες της ελεύθερης αγοράς, ενώ η δεύτερη είναι μια κίνηση μακριά από τέτοιες συνθήκες. Επιπλέον, ο φόρος ιδιοκτησίας, ενώ δεν επιβαρύνει τους μελλοντικούς ιδιοκτήτες, μειώνει την κεφαλαιουχική αξία του ακινήτου κάτω από αυτήν που θα ίσχυε στην ελεύθερη αγορά και επομένως αποθαρρύνει την κατανομή πόρων σε αυτό το ακίνητο. Η κατάργηση του φόρου ιδιοκτησίας θα ανακατανείμει τους πόρους προς όφελος των καταναλωτών.

Η φορολογική κεφαλαιοποίηση και η επίπτωσή της στους ιδιοκτήτες γης, εμφανίζονται μόνο όταν ο φόρος ιδιοκτησίας είναι μερικός και όχι καθολικός – σε ορισμένα μέρη περιουσίας και όχι σε όλα. Ένας πραγματικός γενικός φόρος ιδιοκτησίας, θα μειώσει το ποσοστό εισοδήματος από όλες τις επενδύσεις και έτσι θα μειώσει το επιτόκιο αντί της κεφαλαιακής αξίας. Στην περίπτωση αυτή, η επιστροφή τόκων τόσο του αρχικού ιδιοκτήτη όσο και των μεταγενέστερων ιδιοκτητών, μειώνεται εξίσου και δεν υπάρχει επιπλέον επιβάρυνση στον αρχικό ιδιοκτήτη.

Ένας γενικός, ομοιόμορφος φόρος στην περιουσία σε όλες τις αξίες ιδιοκτησίας, τότε, όπως και ένας φόρος εισοδήματος, θα μειώσει την απόδοση των τόκων σε όλη την οικονομία. Αυτό θα τιμωρήσει την αποταμίευση, μειώνοντας έτσι τις κεφαλαιακές επενδύσεις κάτω από το επίπεδο που θα ίσχυε άλλως και θα πιέσει τα πραγματικά επίπεδα μισθών ακόμα χαμηλότερα του επιπέδου της ελεύθερης αγοράς.2

Σύνοψη

Τέλος, ο φόρος στην περιουσία παραμορφώνει αναγκαστικά την κατανομή των πόρων στην παραγωγή. Επιβάλλει κυρώσεις σε εκείνες τις γραμμές παραγωγής, στις οποίες ο κεφαλαιουχικός εξοπλισμός ανά ευρώ πωλήσεων είναι μεγάλος και προκαλεί τη μετατόπιση πόρων από αυτές τις γραμμές σε λιγότερο «καπιταλιστικούς» τομείς. Έτσι, αποθαρρύνεται η επένδυση σε παραγωγικές διαδικασίες υψηλότερης τάξης (higher order, στην Αυστριακή οικονομική διάλεκτο πιο επιμήκης, εντάσεως κεφαλαίου, παραγωγική διάρθρωση) και μειώνεται το βιοτικό επίπεδο. Τα άτομα θα επενδύσουν λιγότερα στα στεγαστικά ακίνητα, τα οποία επιβαρύνονται σχετικά με μεγάλη φορολογική επιβάρυνση ιδιοκτησίας και θα μετατοπίσουν τις επενδύσεις σε λιγότερο ανθεκτικά-πιο αναλώσιμα-καταναλωτικά αγαθά, στρεβλώνοντας έτσι την παραγωγή και πλήττοντας την ικανοποίηση των καταναλωτών. Στην πράξη, ο φόρος ιδιοκτησίας τείνει να είναι άνισος από τη μία γραμμή και τοποθεσία στην άλλη. Φυσικά, οι γεωγραφικές διαφορές στη φορολογία ιδιοκτησίας, παρακινούν τους πόρους να ξεφύγουν από τους βαριούς φορολογικούς συντελεστές,3 στρεβλώνουν την τοποθεσία παραγωγής, απομακρύνοντας την από εκείνες τις περιοχές που θα μεγιστοποιούσαν την ικανοποίηση των καταναλωτών.

***

 

To παρόν απόσπασμα αποτελεί μέρος από το έργο του Murray N Rothbard: Power and Market – Binary Intervention: Taxation 4. The Incidence and Effects of Taxation Part II: Taxes on Accumulated Capital – Property Taxation διαθέσιμο στην ιστοσελίδα του Ινστιτούτου Ludwig von Mises.

Βρίσκετε ενδιαφέροντα τα άρθρα στην «Ελεύθερη Αγορά»; Εκτιμάτε την προσπάθεια μας; Κάντε τώρα μια δωρεά 5 ευρώ και ενισχύστε μας.





Διαβάστε περισσότερα από τον Murray N. Rothbard:

Σημειώσεις:

  1. Αν το C είναι η κεφαλαιουχική αξία που θα καθοριστεί, το i είναι το επιτόκιο και το R το ετήσιο ενοίκιο από το ακίνητο, τότε όταν δεν εισέρχεται κανένας φόρος στην εικόνα:
    iC = R
    Όταν επιβάλλεται φόρος ακίνητης περιουσίας, τότε η καθαρή απόδοση είναι το ενοίκιο μείον η ετήσια φορολογική υποχρέωση, T, ή:
    iC = R – T
    Σε αυτόν τον φόρο ιδιοκτησίας, προβλέπουμε ένα σταθερό επιτόκιο στην αξία του ακινήτου, έτσι ώστε:
    iC = R – tC ,
    όπου t ισούται με τον φορολογικό συντελεστή επί της αξίας του ακινήτου.
    Μεταφορά,
    C = R / i + t. Η νέα κεφαλαιουχική αξία ισούται με το ετήσιο μίσθωμα διαιρούμενο με το επιτόκιο συν το φορολογικό συντελεστή. Συνεπώς, η κεφαλαιακή αξία μειώνεται κάτω από το αρχικό της ποσό, όσο υψηλότερο/ς είναι ( α) το επιτόκιο και ( β ) ο φορολογικός συντελεστής.
  2. Όσον αφορά τη φορολογική κεφαλαιοποίηση, βλ. Seligman, Shifting and Incidence of Taxation , σελ. 181-85, 261-64. Βλέπε επίσης Due, Government Financing , σελ. 382-86.
  3. Αυτή η στρέβλωση της τοποθεσίας θα προέκυπτε και από όλες τις άλλες μορφές φόρων. Έτσι, ένας υψηλότερος συντελεστής φόρου εισοδήματος στην τοποθεσία Α από ό, τι στην τοποθεσία Β, θα παρακινήσει τους εργαζόμενους να μετακινηθούν από την Α στη Β, προκειμένου να εξισωθούν τα καθαρά μισθολογικά έσοδα μετά τους φόρους. Η τοποθεσία παραγωγής παραμορφώνεται σε σχέση με αυτό που θα ίσχυε σε μία ελεύθερη αγορά.