Το ινστιτούτο Mises έχει προειδοποιήσει για την Ελληνική κρίση ήδη από το 2010: «…Οι Ελληνικές κυβερνήσεις θα αυξήσουν τους φόρους, σε συνδυασμό με τα μέτρα λιτότητας για την μείωση των ελλειμμάτων. Η αύξηση των φόρων θα επηρεάσει την είσπραξη των εσόδων αρνητικά με δύο τρόπους. Οι υψηλότεροι φόροι θα μειώσουν την οικονομική ανάπτυξη και επομένως θα οδηγήσουν σε μείωση των φορολογικών εσόδων…»
Του Ευθύμη Μαραμή
Το χρέος ως έχει, δεν είναι βιώσιμο, θα αυξηθεί κι άλλο και όσο παραμένει σε αυτά τα ύψη λειτουργεί κύρια ως ανασταλτικός παράγοντας για κάθε απόπειρα επιχείρησης, ανάπτυξης και επένδυσης, πέραν του ότι δεν δύναται να αποπληρωθεί. Παρατηρείται επίσης μια μάλλον αφελής προσέγγιση σύμφωνα με την οποία μια μείωση επιτοκίων, σε συνδυασμό με χρονική επέκταση αποπληρωμής, αρκεί για να καταστεί βιώσιμο το χρέος. Μπορεί να έχει μια βάση απλής εξυπηρέτησης αυτό, αν είμαστε διατεθειμένοι να εργαζόμαστε και να επιχειρούμε σαν σκλάβοι, υπό καθεστώς τρομοκρατίας και απειλών αενάως. Ανάπτυξη δεν πρόκειται να έρθει υπό το βάρος τέτοιου χρέους για πολλούς λόγους.
Ας δούμε όμως για λίγο τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η Αυστριακή σχολή οικονομικών, που πάνω απ΄ όλα θεωρεί την οικονομία και την ανθρώπινη δράση γύρω από αυτήν, ως επί το πλείστον κοινωνικό φαινόμενο. Ο παραγωγικός πληθυσμός της χώρας, ευρισκόμενος υπό το καθεστώς αποπληρωμής του κρατικού χρέους και της οικονομικής καταστολής που αυτό επιβάλλει μέσω των κυβερνητικών πρακτικών κατάσχεσης του πλούτου, βρίσκεται περισσότερο σε άμυνα. Κρίνεται μάλλον υπεραισιόδοξη η πεποίθηση πως οι επιχειρηματίες θα προβούν σε επενδύσεις σε αυτό το περιβάλλον κυβερνητικής επιθετικότητας εις βάρος τους. Τουλάχιστον όχι στον βαθμό που απαιτείται για να υπάρξει η απαραίτητη έκρηξη ανάπτυξης.
Όποια ρευστότητα υφίσταται, απαλλοτριώνεται συνεχώς από τις κρατικές δυνάμεις απομύζησης της οικονομικής δραστηριότητας, οι οποίες έχοντας ως εγγενές χαρακτηριστικό τους τον παρασιτισμό, προσπαθούν να επιβιώσουν καταστρέφοντας μοιραία τον παραγωγικό κόσμο. Το πρωταρχικό μέλημα συνεπώς οποιουδήποτε επενδυτή, είναι να προστατέψει τα χρήματά του, και όποια περιουσιακά στοιχεία διαθέτει, από την κρατική επιδρομή.
Τι έλεγε το ινστιτούτο Mises το 2010 για την Ελληνική κρίση
Ο αυστριακής έμπνευσης οικονομικός σύμβουλος-αναλυτής Ganesh Rathnam έγραφε την Τετάρτη 12 Μαΐου, 2010 στο mises.org:
«Οι Ελληνικές κυβερνήσεις θα αυξήσουν τους φόρους, σε συνδυασμό με τα μέτρα λιτότητας για την μείωση των ελλειμμάτων. Η αύξηση των φόρων θα επηρεάσει την είσπραξη των εσόδων αρνητικά με δύο τρόπους. Οι υψηλότεροι φόροι θα μειώσουν την οικονομική ανάπτυξη και επομένως θα οδηγήσουν σε μείωση των φορολογικών εσόδων. Επιπρόσθετα, οι υψηλοί φόροι, θα οδηγήσουν περισσότερες ελληνικές επιχειρήσεις σε αφανισμό. Ως εκ τούτου, μακροπρόθεσμα, οι αρνητικές συνέπειες της αύξησης των φόρων θα υπερβαίνουν κατά πολύ την αρχική πρόθεση για αύξηση των εσόδων. Όσο θα συνεχίζονται τα πακέτα διάσωσης της Ελληνικής κυβέρνησης το χρέος θα αυξάνεται και θα επέλθει μείωση των εισοδημάτων απαξίωση των περιουσιακών στοιχείων και πληθωρισμός.
Εκτοπισμός ιδιωτικών επενδύσεων
Ο πληθωρισμός που προκύπτει για τη διάσωση αναποτελεσματικών ή υπερτιμημένων παραληπτών των πόρων, όπως η κυβέρνηση τα εργατικά συνδικάτα και οι κρατικοδίαιτοι επιχειρηματίες, αδειάζει την δεξαμενή των πραγματικών αποταμιεύσεων των παραγωγών πλούτου. Σε αντίθεση με τις τραπεζικές πιστώσεις, οι οποίες παραμένουν σε κυκλοφορία (που λανθασμένα πιστεύεται ότι είναι παραγωγικές, σύμφωνα με την κεϋνσιανή θεωρία του πολλαπλασιαστή), οι πραγματικές αποταμιεύσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο μία φορά. Οι ευνοημένοι του Bailout υπερισχύουν των παραγωγών πλούτου καθώς απορροφούν τις αποταμιεύσεις ματαιώνοντας τις πιθανές επενδύσεις (crowd out) και σταδιακά εξαντλώντας και την υπάρχουσα παραγωγή. Αν δεν υπάρχουν αρκετές πραγματικές αποταμιεύσεις για να καλύψουν τα έξοδα συντήρησης και λειτουργίας των επιχειρήσεων, τότε η αξία των αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται, ο πραγματικός πλούτος της κοινωνίας, θα αρχίσει να μειώνεται.»
Συνοπτικά η Αυστριακή θεώρηση
Η Αυστριακή σχολή οικονομικής σκέψης, αποφεύγει να κάνει προβλέψεις βασισμένες στον mainstream ορθολογικό κονστρουκτιβισμό. Κάνει όμως εκτιμήσεις βασισμένες σε τρεις βασικές θεωρίες και στην περίπτωση της εκτίμησης του Rathram το «εργαλείο» είναι η Αυστριακή Θεωρία του Επιχειρηματικού Κύκλου (Austrian business cycle theory – A.B.C.T.) η οποία έχει αναπτυχθεί από τους Ludwig Von Mises και Friedrich Hayek. Σύμφωνα με την business cycle theory, μια οικονομική ανάπτυξη είναι βιώσιμη αν είναι το αποτέλεσμα της αύξησης των επενδύσεων που χρηματοδοτούνται από την αύξηση της αποταμίευσης μη καταναλωθέντων αγαθών.
Σε αντίθεση, μια οικονομική άνθηση που είναι απλώς το αποτέλεσμα της πιστωτικής επέκτασης δεν είναι βιώσιμη. Όταν ολοκληρωθεί η δημιουργία της πίστωσης, οι νομισματικές αρχές υπερβαίνουν το ποσοστό αποταμιεύσεων (μη καταναλωθέντων αγαθών) μιας κοινωνίας, με αποτέλεσμα οι ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί να καταλήγουν σε δανεισμό χρημάτων με επιτόκια που είναι κάτω από το επιτόκιο της προσφοράς και ζήτησης στην αγορά δανειακών κεφαλαίων. Ως αποτέλεσμα, η πληροφορία που περιέχεται στις τιμές της αγοράς (συμπεριλαμβανομένων των επιτοκίων) είναι παραμορφωμένη, και επηρεάζει τις επιχειρηματικές αποφάσεις προκαλώντας κακή κατανομή των κεφαλαίων σε ολόκληρη την οικονομία.
Πιο συγκεκριμένα, πάρα πολλά κεφαλαιουχικά αγαθά (βιομηχανία, κατασκευές, πρώτες ύλες) και όχι αρκετά καταναλωτικά αγαθά, καταλήγουν να παράγονται κόντρα στις προτιμήσεις των καταναλωτών. Τέλος, καθώς η έλλειψη της ζήτησης για τα εν λόγω κεφαλαιουχικά αγαθά γίνεται φανερή, η παραγωγική δυνατότητα καθίσταται αδρανής η υπολειτουργεί και η φούσκα που τροφοδοτήθηκε από την πιστωτική επέκταση σκάζει. Έτσι, η πιστωτική επέκταση κατά τη διάρκεια μιας οικονομικής ύφεσης δεν συμβάλει σε μια βιώσιμη ανάπτυξη, καθώς θα αναβάλει απλώς την επόμενη έκρηξη μιας νέας φούσκας, καθώς προκαλεί μια καθυστέρηση στις διαρθρωτικές προσαρμογές, όπως οι μεταρρυθμίσεις σε ένα σπάταλο κράτος, απελευθέρωση αγορών, άρση περιοριστικών κρατικών παρεμβάσεων, κατάργηση των μη παραγωγικών χρήσεων των κεφαλαίων κ.ο.κ.
Η αυστριακή θεώρηση και η Ελληνική κρίση
Με λίγα λόγια, το ζητούμενο είναι μια υγιής διεργασία αγοράς προσφοράς ζήτησης, βασισμένης σε πραγματικές αποταμιεύσεις (μη καταναλωθέντα αγαθά) μη φαλκιδευμένα επιτόκια και πραγματικά εν γένει κεφάλαια. Ο William R. White, οικονομικός σύμβουλος – επικεφαλής (από τον Μάιο του 1995 ως τον Ιούνιο του 2008), του νομισματικού και οικονομικού τμήματος της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (Bank for International Settlements) προέβλεψε επακριβώς την έκρηξη που θα προκαλέσει η πιστωτική επέκταση των στεγαστικών κεφαλαίων. Σε αντίθεση με άλλους οικονομολόγους που προέβλεπαν την κρίση αλλά χωρίς να είναι συγκεκριμένοι σε ποιόν τομέα θα «χτυπήσει» (π.χ. Nouriel Roubini και Stephen Roach) o White βασισμένος στην θεωρία της ABCT ήταν ακριβέστατος ως προς την πρόβλεψη έκρηξης στην στεγαστική φούσκα.
Στην δική μας περίπτωση, διαπιστώνουμε πως ο Rathram εντοπίζει πριν 8 περίπου χρόνια το τι θα συμβεί με την συνεχιζόμενη διάσωση του Ελληνικού κράτους. Οι πόροι διατίθενται σε ένα εντελώς αντιπαραγωγικό τμήμα της χώρας ενώ το χρέος αυξήθηκε αντί να μειωθεί.

Οι κρατικές δαπάνες, όχι απλά δεν μειώθηκαν αλλά άγγιξαν το εντυπωσιακό ποσοστό του 62% ως προς το ΑΕΠ το 2013, ενώ και σήμερα παραμένουν υψηλότερες από την προ μνημονίων εποχή. Eurostat: “Statistical Annex of European Economy” σελ. 158

Αν μη τι άλλο, η εκτίμηση του οικονομικού αναλυτή του Ινστιτούτου Mises είναι εντυπωσιακή και δυστυχώς εύστοχη. Στον επόμενο πίνακα που παραθέτουμε μπορείτε να ρίξετε μια ματιά στον δείκτη τιμών καταναλωτή σε σχέση με τους μισθούς στην Ελλάδα. Βλέπουμε την στασιμότητα των τιμών (μαύρη γραμμή) σε σχέση με την μεγάλη πτώση των μισθών. Να σημειωθεί επίσης πως οι μισθοί υπολογίζονται μικτά, συνεπώς οι πραγματικοί είναι ακόμα χαμηλότεροι.

Η διάσωση λοιπόν των Ελληνικών κυβερνήσεων έφερε τα αποτελέσματα που βλέπουμε αλλά και βιώνουμε στην πραγματικότητα. Καμία μεταβολή στις τιμές των καταναλωτικών αγαθών παρά την πτώση των μισθών συνεπώς πληθωρισμό τιμών λόγω υπερ-φορολόγησης. Μείωση των κρατικών εσόδων λόγω εξασθένισης της παραγωγικότητας ακριβώς εξαιτίας της υπερ-φορολόγησης, αύξηση του κρατικού χρέους αντί για μείωση και αύξηση των κρατικών δαπανών, δηλαδή περαιτέρω κατάσχεση ιδιωτικού πλούτου. Η διάσωση του κράτους και ο επιπλέον δανεισμός, όχι απλά δεν ωφέλησε την οικονομία, αλλά την έβλαψε.
***