
Η παράλληλη κυκλοφορία κυβερνητικών νομισμάτων, είναι μια απόλυτα συμβατή με την ελευθερία της αγοράς, καπιταλιστική προσέγγιση. Ο Hayek προσβλέπει σε ανταγωνισμό ανάμεσα στα διάφορα κρατικά νομίσματα, εκτιμώντας πως έτσι θα εξοικιωθεί το κοινό με τα πλεονεκτήματα που προσφέρει ο ανταγωνισμός, όπως ισχύει και με κάθε άλλο προϊόν. Αυτό θα ανοίξει τον δρόμο για την άρση του κυβερνητικού μονοπωλίου και για την μετάβαση σε χρήμα ελεύθερης αγοράς.
Του Ευθύμη Μαραμή
Η αντι-καπιταλιστική πραγματικότητα. Κρατικό μονοπώλιο έκδοσης και ελέγχου του χρήματος
Οι Κεντρικές τράπεζες αποτελούν εργαλεία κεντρικού νομισματικού σχεδιασμού. Η «ευρωπαϊκή ένωση» οι Ηνωμένες Πολιτείες και το σύνολο σχεδόν του πλανήτη λειτουργούν υπό καθεστώς νομισματικού σοσιαλισμού. Ιστορικά, ο σοσιαλισμός έχει ως στόχο ένα οικονομικό σύστημα κατά το οποίο η κυβέρνηση έχει την κυριότητα, την διαχείριση και τον σχεδιασμό της χρήσης των συντελεστών της παραγωγής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφοράς αποτελεί εξάλλου και το κομμουνιστικό μανιφέστο σελ. 43 των Μαρξ-Ενγκελς, στο οποίο πολύ πριν την ίδρυση της ομοσπονδιακής κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ, τίθεται ανάμεσα σε άλλους στόχους και η αναγκαιότητα της: «Συγκέντρωσης της πίστης στα χέρια του κράτους, μέσω μιας εθνικής τράπεζας, που τα κεφάλαιά της θα ανήκουν στο κράτος και που θα έχει το αποκλειστικό μονοπώλιο».
Το σύγχρονο σύστημα των κεντρικών τραπεζών είναι ένα σύστημα μέσω του οποίου οι κυβερνήσεις, είτε άμεσα είτε μέσω κάποιας καθορισμένης αρχής, όπως η Federal Reserve στις Ηνωμένες Πολιτείες, η Ε.Κ.Τ. στην ΟΝΕ, η BOJ στην Ιαπωνία κ.ο.κ έχουν το μονοπώλιο την κυριότητα και τον έλεγχο του συναλλακτικού μέσου. Μέσω αυτού του ελέγχου, οι κυβερνήσεις έχουν κυρίαρχη επιρροή στην τιμή και στην αγοραστική δύναμη της νομισματικής μονάδας και μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά μια πληθώρα σχέσεων στην αγορά.
Αυτός ο έλεγχος περιλαμβάνει και τα επιτόκια με τα οποία δανείζεται και δανείζει ο χρηματοπιστωτικός τομέας την οικονομία και ως εκ τούτου τα πρότυπα των αποταμιεύσεων και των επενδύσεων στην αγορά. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα που ελέγχουν οι κεντρικές τράπεζες δημιουργώντας επισφαλείς ακάλυπτες πιστώσεις ενθαρρύνει επενδύσεις που, στο τέλος, αποτυγχάνουν να αποδειχθούν κερδοφόρες. Αυτό οδηγεί σε μια ενδεχόμενη κρίση το μέγεθος της οποίας θα αντικατοπτρίζει το μέγεθος των πραγματικών ανισοτήτων που εξελίχθηκαν βασισμένες αποκλειστικά στην ποσότητα χρέους.
Μία καπιταλιστική προσέγγιση: Άρση μονοπωλίου και αποκρατικοποίηση του χρήματος
Ο Friedrich Hayek, κάτοχος του νόμπελ οικονομικών από το 1974, παρουσιάζει μια ριζοσπαστική πρόταση για νομισματική μεταρρύθμιση στην πραγματεία του choice in currency το 1976. Η ουσία της πρότασης του Αυστριακού οικονομολόγου, είναι η ελεύθερη επιλογή του νομίσματος μέσω της κατάργησης των ορισμών του «legal tender» για το νόμισμα που εκδίδεται από τις εκάστοτε εγχώριες κυβερνήσεις και την αποκατάσταση του δικαιώματος των πολιτών να συνάπτουν ελεύθερα συμβάσεις σε ξένο κρατικό νόμισμα ή ακόμη και σε ουγγιές χρυσού ή αργύρου (αν ζούσε σήμερα ο Hayek μπορούμε να υποθέσουμε πως θα συμπεριλάμβανε στην πρόταση του και τα κρυπτονομίσματα, i.e. bitcoin).
Θα προκύψει έτσι, σύμφωνα με τον Hayek, ανταγωνισμός μεταξύ των διαφόρων νομισμάτων και εκείνα που υποτιμούνται πιο γρήγορα θα τεθούν σταδιακά εκτός χρήσης από τους συμμετέχοντες στην αγορά.
H τελική τοποθέτηση του Hayek ήρθε το 1978 στο βιβλίο Denationalisation of Money: The Argument Refined όταν πια πραγματεύτηκε την ελεύθερη παραγωγή χρήματος και από ιδιώτες. Στο έργο αυτό ο Hayek παίρνει επίσης ξεκάθαρη θέση εις βάρος της υιοθέτησης του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος από τις χώρες μέλη της τότε ΕΟΚ:
…»Η συγκεκριμένη πρόταση για το προσεχές μέλλον και η ευκαιρία για την εξέταση ενός πολύ πιο εκτεταμένου σχεδίου έχει ως εξής:
οι χώρες της Ευρωπαϊκής Κοινής Αγοράς, κατά προτίμηση μαζί με τις ουδέτερες χώρες της Ευρώπης (και ενδεχομένως αργότερα τις χώρες της Βόρειας Αμερικής), δεσμεύονται αμοιβαία με επίσημη συνθήκη να μην θέτουν εμπόδια στην ελεύθερη διαπραγμάτευση για όλα τα νομίσματά τους (συμπεριλαμβανομένων των χρυσών νομισμάτων) ή παρόμοιας ελεύθερης άσκησης της τραπεζικής δραστηριότητας από οποιοδήποτε ίδρυμα νομίμως καθιερωμένο σε οποιοδήποτε από τα εδάφη τους.
Αυτό θα σήμαινε καταρχάς την κατάργηση οποιουδήποτε είδους συναλλαγματικού ελέγχου ή ρύθμισης της κίνησης χρημάτων μεταξύ αυτών των χωρών, καθώς και την πλήρη ελευθερία χρήσης οποιουδήποτε νομίσματος. Επιπλέον, θα σήμαινε την ευκαιρία για οποιαδήποτε τράπεζα που βρίσκεται σε αυτές τις χώρες να ανοίξει υποκαταστήματα σε οποιαδήποτε άλλη με τους ίδιους όρους όπως αυτοί ισχύουν και για τις υπόλοιπες τράπεζες.
Ελεύθερο εμπόριο χρημάτων
Σκοπός αυτού του σχεδίου είναι να επιβάλει στους υφιστάμενους νομισματικούς και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς μια πολύ αναγκαία πειθαρχία, καθιστώντας αδύνατο οποτεδήποτε ή για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα να εκδώσουν ένα είδος χρήματος ουσιαστικά λιγότερο αξιόπιστο και χρήσιμο από το χρήμα οποιουδήποτε άλλου . Μόλις το κοινό εξοικειωθεί με τις νέες αυτές δυνατότητες, τυχόν παρεκκλίσεις από την πορεία παροχής ενός τίμιου χρήματος θα οδηγούσαν αμέσως στην μετατόπιση του χρήματος αυτού από κάποιο άλλο. Και οι μεμονωμένες χώρες, στερημένες πια από την δυνατότητα ελιγμών με τους οποίους μπορούν προσωρινά να αποκρύπτουν τα αποτελέσματα των πράξεών τους “προστατεύοντας” το νόμισμα τους, θα περιοριζόταν και θα διατηρούσαν την αξία των νομισμάτων τους σταθερή σε ανεκτό επίπεδο.
Η πρόταση αυτή είναι πιο πρακτική από το ουτοπικό ευρωπαϊκό νόμισμα
Αυτό μου φαίνεται προτιμότερο όσο και πιο πρακτικό από το ουτοπικό σχέδιο εισαγωγής ενός νέου ευρωπαϊκού νομίσματος, το οποίο τελικά θα είχε ως αποτέλεσμα να εμβαθύνει περισσότερο την πηγή και τη ρίζα όλων των νομισματικών κακών: Αυτήν του κυβερνητικού μονοπωλίου, της έκδοσης και ελέγχου του χρήματος.
Η ιδέα του να στερηθεί η κυβέρνηση απόλυτα το παλαιό της προνόμιο της μονοπώλησης χρήματος εξακολουθεί να είναι πολύ άγνωστη, ακόμη και ανησυχητική για τους περισσότερους ανθρώπους, ώστε να υπάρχουν πιθανότητες υιοθέτησης της στο εγγύς μέλλον. Αλλά οι άνθρωποι θα μπορούσαν να μάθουν να βλέπουν τα πλεονεκτήματα εάν, τουλάχιστον αρχικά, τα κυβερνητικά νομίσματα είχαν τη δυνατότητα να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την ευημερία του κοινού.
Αν και κατανοώ την επιθυμία ολοκλήρωσης της οικονομικής ενοποίησης της Δυτικής Ευρώπης με την πλήρη απελευθέρωση της κυκλοφορίας του χρήματος μεταξύ των χωρών της, έχω σοβαρότατες αμφιβολίες για το αν η επιθυμία της πραγματοποίησης αυτού του εγχειρήματος μπορεί να επιτευχθεί με την δημιουργία ενός νέου ευρωπαϊκού νομίσματος το οποίο θα διαχειρίζεται κάποιου είδους υπερεθνική αρχή. Πέρα από την εξαιρετικά αμφίβολη πιθανότητα ότι τα κράτη μέλη θα συμφωνήσουν στην πολιτική που θα ακολουθηθεί στην πράξη από μια κοινή νομισματική αρχή (και το πρακτικά αναπόφευκτο γεγονός πως ορισμένες χώρες θα βρεθούν με ένα χειρότερο νόμισμα από αυτό που έχουν τώρα), φαίνεται πολύ απίθανο, ακόμα και υπό τις πλέον ευνοϊκές συνθήκες, ότι ένα τέτοιο νόμισμα θα διαχειριζόταν καλύτερα από τα σημερινά εθνικά νομίσματα.
Επιπλέον, από πολλές απόψεις ένα ενιαίο διεθνές νόμισμα δεν είναι καλύτερο, αλλά χειρότερο από ένα εθνικό νόμισμα, αν δεν διαχειριστεί καλύτερα. Δεν θα δώσει καν την ευκαιρία, σε μια χώρα με πιο εξελιγμένο οικονομικά κοινό, να ξεφύγει από τις σκληρές συνέπειες που διέπουν τις αποφάσεις των άλλων. Το πλεονέκτημα μιας διεθνούς αρχής πρέπει να είναι κυρίως να προστατεύει ένα κράτος μέλος από τα επιβλαβή μέτρα άλλων, όχι να το αναγκάζει να συμμετέχει στις ανοησίες τους.«Friedrich Hayek, 1978, Denationalisation of Money: The Argument Refined , σελ. 23

Παρατηρούμε λοιπόν πως η παράλληλη χρήση νομισμάτων, είναι μια απόλυτα συμβατή με την ελευθερία της αγοράς και συνεπώς θεμιτή καπιταλιστικά πρόταση. Ο Hayek προσβλέπει σε ανταγωνισμό ανάμεσα στα διάφορα νομίσματα (κρατικά και δυνητικώς ιδιωτικά αργότερα), όπως ισχύει και για κάθε άλλο προϊόν, ο οποίος θα θέτει ισορροπία και θα συνετίζει πιθανές κυβερνητικές παρεκτροπές χειραγώγησης του νομίσματος (πληθωρισμό).
Προϋπόθεση βεβαίως για να λειτουργήσει αυτή η προοπτική, είναι η νόμιμη κυκλοφορία κάθε νομίσματος και η ελεύθερη επιλογή εκ μέρους κάθε πολίτη, οποιουδήποτε νομίσματος κρίνει αυτός καλύτερο για κάθε συναλλαγή. Συναλλαγές είτε ανάμεσα σε ιδιώτες, είτε ανάμεσα σε ιδιώτες και κράτος. Και τα δύο μέρη της συναλλαγής θα πρέπει να συμφωνήσουν αμοιβαία στο νόμισμα με το οποίο θα πραγματοποιηθεί η συναλλαγή.
Ο νομισματικός σοσιαλισμός του ευρώ
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο καθηγητής Philipp Bagus, ο οποίος επισημαίνει πως η ευρωζώνη χρηματοδοτεί τα ελλείμματα των κυβερνήσεων, κάτι για το οποίο, όπως διαβάσαμε παραπάνω, προειδοποίησε ήδη ο Hayek το 1978. Ο Bagus έχει υποστηρίξει πως η αρχική ιδέα του ανταγωνισμού των εθνικών νομισμάτων, αντικαταστάθηκε από ένα νομισματικό καρτέλ στις Βρυξέλλες, δημιουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τεράστιο ηθικό κίνδυνο:
Το ευρώ προκαλεί το είδος των προβλημάτων που μπορούν να θεωρηθούν ως πρόσχημα για συγκεντρωτισμό από την πλευρά των πολιτικών. Πράγματι, η κατασκευή και η εγκατάσταση του ευρώ προκάλεσαν μια αλυσίδα από σοβαρές κρίσεις: Τα κράτη μέλη μπορούν να χρησιμοποιήσουν το νομισματοκοπείο για να χρηματοδοτήσουν τα ελλείμματά τους – αυτό το χαρακτηριστικό της ΟΝΕ οδηγεί πάντα σε κρατική κρίση χρέους. Η κρίση, με τη σειρά της, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη συγκέντρωση εξουσίας και δημοσιονομικών πολιτικών.
Η κεντρική διαχείριση των δημοσιονομικών πολιτικών μπορεί μετά να χρησιμοποιηθεί για την εναρμόνιση της φορολογίας και την κατάργηση του φορολογικού ανταγωνισμού. Στην τωρινή κρίση χρέους των κρατών, το ευρώ, που είναι το μόνο μέσο που απέμεινε στους σοσιαλιστές για να ενισχύσουν τα επιχειρήματά τους και να πετύχουν το κεντρικό κράτος τους, βρίσκεται σε κίνδυνο. Απέχει όμως πολύ από την αλήθεια ότι το τέλος του ευρώ θα σήμαινε το τέλος της Ευρώπης η της Ευρωπαϊκής ιδέας – θα ήταν απλά το τέλος της σοσιαλιστικής εκδοχής της. Philipp Bagus, 2010, The tragedy of the euro, σελ 24
Η Ελλάδα, συνεπώς, θα μπορούσε να αποκομίσει τελικά τα οφέλη που φαίνεται να στερήθηκε αρχικά, με την εισαγωγή εθνικού νομίσματος σε παράλληλη κυκλοφορία με το ευρώ. Αυτή η περίπτωση είναι ούτως η άλλως και η αρχική πρόταση του Hayek, η οποία δυστυχώς δεν επικράτησε.
Το αδιέξοδο των μνημονίων
Επιστρέφοντας στην περίπτωση μας και αναλογιζόμενοι την τελευταία επταετία, θα μπορούσαμε να εξετάσουμε τις παραμέτρους ώστε να καταλήξουμε σε κάποια επαρκή συμπεράσματα. Η (εσωτερική) υποτίμηση είχε ως συνέπεια την καθίζηση αξιών των περιουσιακών στοιχείων και των κεφαλαιακών αγαθών, την μείωση εισοδημάτων κατά 40% και μία συνεχιζόμενη κατάσχεση πλούτου μέσω αδυσώπητης φορολόγησης. Ο έλεγχος στην διακίνηση χρηματικών κεφαλαίων ήδη έπληξε την παραγωγική διαδικασία, τις συναλλαγές και την ελευθερία των πολιτών.
Τα αδίστακτα μέτρα συνεχίζονται και εντείνονται, καθώς προχωρούμε σε ποινικοποίηση των μετρητών και σε ακόμα πιο ασφυκτικό οικονομικό έλεγχο και καταστολή. Αυτές είναι οι πολιτικές των μνημονίων και κάνουν μάλλον λάθος όσοι εκτιμούν μετά από επτά χρόνια πως «τα μνημόνια δεν εφαρμόζονται σωστά».
Ένα χαρακτηριστικό σημείο που αξίζει προσοχής αποτελεί το ότι, βάσει τραπεζικών εκτιμήσεων, υπάρχουν, είτε κρυμμένα σε στρώματα είτε σε καταθέσεις του εξωτερικού, περί τα 50 δισεκατομμύρια ευρώ.
Λαμβάνοντας υπ’ όψη την ανωτέρω ανάλυση και αποδεχόμενοι πως οι δημόσιες και ιδιωτικές «επενδύσεις» – οι οποίες επιδοτήθηκαν με 200 δισεκατομμύρια ευρώ (1983-2014) κοινοτικών κονδυλίων από το μεγα-κράτος της «ευρωπαϊκής ένωσης» – απέτυχαν χαρακτηριστικά, φτάνουμε στο συμπέρασμα πως η διαχείριση των πόρων από το κράτος (όποιο και να είναι αυτό) πρέπει να περιοριστεί δραστικά. Οι Ελληνικές κυβερνήσεις, συνεχίζουν να χρηματοδοτούνται από την «ευρωπαϊκή ένωση» στα χρόνια των μνημονίων, επιβάλλοντας , σε συνεργασία πάντα με τους “εταίρους”, μερικά από τα πιο σκληρά και αδιανόητα μέτρα κατά της επιχειρηματικότητας, της εργασίας, της ιδιοκτησίας και της ατομικής ελευθερίας.
Όλα αυτά συμβαίνουν κατά παράβαση των ιδίων αρχών αυτού του οργανισμού, ενός φαντάσματος του εαυτού του, όπως αρχικά παρουσιάστηκε στη συνθήκη της Ρώμης του 1957. Η συνεχιζόμενη χρηματοδότηση των Ελληνικών κυβερνήσεων, όχι απλά δεν έλυσε τα θεμελιώδη προβλήματα της Ελληνικής οικονομίας, τα οποία οφείλονται ακριβώς στην διαχρονική κρατική παρεμβατικότητα, αλλά τα ενέτεινε και τα πολλαπλασιάζει.
«Πεφωτισμένοι» κεϋνσιανοί, κρατιστές οικονομολόγοι
Το καλοκαίρι του 2012, ο κ. Roger Bootle κέρδισε το βραβείο «Lord Wolfson» για την καλύτερη συμβουλή προς μια χώρα η οποία, ως υποθετικό σενάριο, θα αποχωρούσε από την Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση (μπορεί κανείς να υποθέσει ότι η συμβουλή αυτή απευθυνόταν στην Ελλάδα) . O εν λόγω οικονομολόγος δεν μπορούσε να προτείνει πιο αντι-καπιταλιστική, κρατικιστική «λύση» και η νοοτροπία των κριτών της επιτροπής που του έδωσαν το βραβείο ήταν τραγική. Ο κ. Bootle πρότεινε ένα μυστικό/σκοτεινό σχέδιο επιβολής μέτρων που θα εξυπηρετούσαν μόνο την κυβέρνηση και τους δικούς της ανθρώπους.
Η αντι-καπιταλιστική πρόταση του κ. Bootle μπορούσε να συνοψιστεί σε μερικές λέξεις: «Με πλήρη μυστικότητα και χωρίς προηγούμενη συζήτηση , να επαναπροσδιοριστεί το σύνολο των ελληνικών τραπεζικών λογαριασμών από ευρώ σε δραχμές και να υποτιμηθεί η δραχμή. Δεν υπήρχε καμία ανάγκη να περικοπούν οι δημόσιες δαπάνες, μάλλον το αντίθετο , καθώς οι δημόσιες δαπάνες δεσπόζουν ως δυνάμεις προσφοράς στην Κεϋνσιανή αντίληψη της συνολικής ζήτησης, θα πρέπει να αυξηθούν. Επιπρόσθετα, το απόρρητο και η μυστικότητα ήταν απαραίτητα συστατικά για να εφαρμοστεί το σχέδιο του κ. Bootle.
Αν οι Έλληνες αντιλαμβανόμασταν τι επρόκειτο να συμβεί , θα λαμβάναμε μέτρα για να προστατεύσουμε τις περιουσίες μας, όπως για παράδειγμα μέσω μεταφοράς των τραπεζικών καταθέσεων μας σε ευρώ, σε τράπεζες του εξωτερικού όπου αυτά θα ήταν ασφαλή. Ο κ. Bootle και ανάλογοι κρατιστές, θεωρούν μια τέτοια εξέλιξη ως κρίση! Αλλά κρίση για ποιον; Μα για το κράτος, την κυβέρνηση φυσικά. Το συμφέρον του πολίτη είναι η προστασία του από την απώλεια των καταθέσεών του. Και το σχέδιο του κ. Bootle δεν ήταν τίποτα περισσότερο παρά μια κλοπή των εισοδημάτων των Ελλήνων υπό την μορφή κρυφής συνωμοσίας, την οποία συνωμοσία θεωρούν μάλιστα απαραίτητη οι κρατιστές οικονομολόγοι.
Είναι λύση η υποτίμηση του νομίσματος;
Η νομισματική μεταρρύθμιση είναι απαραίτητη και πρέπει πάντα να έχει κορυφαία θέση στις προτεραιότητες των υποστηρικτών της ελευθερίας και του καπιταλισμού. Αλλά ο κ. Bootle και οι κεϋνσιανοί, κρατιστές συνάδελφοι του – ξένοι και Έλληνες – βλέπουν τον κόσμο ανάποδα . Στον κόσμο τους, αυτόν της «συνολικής ζήτησης», ένα ασθενέστερο νόμισμα είναι πάντα προτιμότερο από ένα ισχυρότερο, γιατί ένα αδύναμο νόμισμα καθιστά υποτίθεται ένα έθνος πιο ανταγωνιστικό στις διεθνείς αγορές, ένα επιχείρημα όμως το οποίο αποτελεί πλάνη. Ένα αδύναμο νόμισμα, όχι μόνο καθιστά τις αναγκαίες εισαγωγές πιο ακριβές, όχι μόνο μειώνει το βιοτικό επίπεδο, αλλά αποτελεί και ξεπούλημα των δομών και των πόρων του έθνους σε ξένους.
Η υποτίμηση του νομίσματος αποτελεί μια αντι-καπιταλιστική μεταφορά πλούτου από το σύνολο των πολιτών ενός έθνους σε πολιτικά ευνοημένες βιομηχανίες και επαγγελματικές ομάδες , συνήθως εξαγωγικές. Δεν είναι τίποτα διαφορετικό από το να δίνεις μια επιδότηση σε οποιοδήποτε εγχώριο παραγωγό. Η επιδότηση αυτή καταβάλλεται από όλους τους πολίτες της χώρας ,όχι από τους ξένους που αγοράζουν τα επιδοτούμενα προϊόντα!
Η υποτίμηση δεν κάνει ένα έθνος πιο ανταγωνιστικό . Δεν κάνει τίποτα για να τονώσει την καπιταλιστική εγχώρια αποταμίευση ή την επένδυση εξωτερικών κεφαλαίων, η οποία οδηγεί στην αύξηση της χρήσης των κεφαλαίων, τη μοναδική πηγή αύξησης της παραγωγικότητας των εργαζομένων και την μόνη πηγή αύξησης των πραγματικών μισθών.
Η υποτίμηση υποκρύπτει μία επαχθή καταστροφή πλούτου ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρατικής παρέμβασης. Κρύβει το πραγματικό κόστος του χρεοκοπημένου “κοινωνικού κράτους”, το οποίο βασίζεται στην επιβολή υψηλών φόρων για τη χρηματοδότηση της κατανάλωσης εις βάρος της μελλοντικής ευημερίας. Αυτά που δαπανά το κράτος χάνονται από την καπιταλιστική αποταμίευση και δεν μπορούν να επενδυθούν, άσχετα από το πόσο φθηνό είναι το νόμισμα.
Απαράδεκτες πολιτικές, μεγαλειώδης αύξηση του χρέους και παγκόσμιο ρεκόρ κρατικών δαπανών για την Ελλάδα
Ο κ. Bootle – και οι ανά τον κόσμο και την Ελλάδα κρατιστές συνάδελφοι του – λέει ότι: «η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας είναι άσχετη με το στόχο της μείωσης του χρέους». Κάνει λάθος. Η Ελλάδα δεν θα είναι σε θέση να μειώσει το χρέος χωρίς να γίνει πιο ανταγωνιστική. Είναι ήδη αδύνατο για την Ελλάδα να πληρώσει όλα τα χρέη της, αλλά αυτό καταδεικνύει ακριβώς τη δεινή πραγματικότητα των αποτυχημένων πολιτικών της «ευρωπαϊκής ένωσης» και των Ελληνικών κυβερνήσεων διαχρονικά (κυρίως από την έναρξη της περίφημης «πορείας σύγκλισης» των περιφερειακών οικονομιών της Ευρώπης).
Γίνεται όμως ιδιαίτερα ευδιάκριτη και η αποτυχία των μνημονιακών πολιτικών (επιβάρυνση με νέο χρέος για να αποπληρωθεί ένα ήδη δυσθεώρητο χρέος και εσωτερική υποτίμηση με ταυτόχρονη αύξηση παλαιότερων φόρων και επιβολή νέων).

Εδώ αξίζει να αναφερθεί πως είναι απορίας άξιον το γεγονός της τερατώδους αύξησης των φόρων, κυρίως με τη μορφή κατάσχεσης απρόσοδων περιουσιακών στοιχείων (π.χ. ΕΝΦΙΑ) παράλληλα με την εσωτερική υποτίμηση! Ο κ. Σόιμπλε, που εκτιμά ορθά πως η χώρα πρέπει να γίνει πιο ανταγωνιστική, πως ακριβώς περιμένει να συμβεί αυτό; Μέσω φορολογικής κατάσχεσης περιουσιών και εισοδημάτων; Πρόκειται για υποκρισία και φαυλότητα, αν μη τι άλλο, από τον κ. Σόιμπλε.
Δεν συντελείται τίποτα για να μεταβληθούν τα δομικά αίτια που δημιούργησαν αυτό το χρέος, οι κρατικές δαπάνες και η παρεμβατικότητα δηλαδή, καθώς αυτοί ακριβώς οι παρασιτικοί συντελεστές αυξάνονται συνεχώς, ενώ παράλληλα εξαντλούνται οι πόροι και πλήττονται οι υγιείς συντελεστές της καπιταλιστικής παραγωγής υλικοί και ανθρώπινοι.
Χαρακτηριστικά παρατηρούμε πως, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat: “Statistical Annex of European Economy” σελ. 158, την περίοδο 1997-2015 στην Ελλάδα, οι κρατικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ από 43,7% εκτοξεύτηκαν σε 55,3%. Ειδικά στην περίοδο των μνημονίων παρατηρείται η μεγαλύτερη αύξηση, καθώς το 2013 είχαν αγγίξει το τερατώδες ποσοστό του 62%, ένα ποσοστό ανάμεσα στα τέσσερα υψηλότερα του κόσμου.

Κρατισμός και καταπάτηση θεσμών
Ο κ. Bootle και οι ομόλογοι του, παρεξηγούν εντελώς την αιτία κρίσης χρέους της ευρωζώνης , όταν αποτυγχάνουν να δουν ότι τα δάνεια της ΕΚΤ σε ευρώ που κρατούν σε αιχμαλωσία τις εθνικές τράπεζες (τις τράπεζες των χωρών), με κρατικά ομόλογα ως εγγύηση, είναι ο τρόπος με τον οποίο η Ευρωπαϊκή νομισματική ένωση επιδοτεί και διατηρεί στη ζωή τις αποτυχημένες οικονομικές πολιτικές των κυβερνήσεων. Εφόσον η Ελληνική κυβέρνηση (και όχι μόνο) μπορεί να πάρει απεριόριστα δάνεια σε ευρώ, (είτε μέσω ΕΚΤ, είτε μέσω διακρατικών μνημονίων και ESM) δεν υπάρχει κανένας λόγος να μεταρρυθμίσει την οικονομία της χώρας και δεν θα υπάρχει τέλος στην κρίση χρέους, στα μνημόνια και στην (ήδη παρατεταμένη) ύφεση.
Δηλαδή ο κ. Bootle πρότεινε ένα κακό νόμισμα, μια υποτιμημένη δραχμή, ως αντικαταστάτη ενός κακού νομίσματος, του ευρώ. Το γεγονός ότι η ελεύθερη κυκλοφορία χρηματικών κεφαλαίων ήταν ένας από τους τέσσερις βασικούς πυλώνες του εγχειρήματος της «ευρωπαϊκής ένωσης», προφανώς, πρέπει να θυσιαστεί προς όφελος του κράτους και εις βάρος των ανυπεράσπιστων πολιτών.
Στην πραγματικότητα, ο κ. Bootle γνώριζε ότι οι έλεγχοι διακίνησης χρηματικών κεφαλαίων είναι αθέμιτοι, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία της «ευρωπαϊκής ένωσης», παρόλα αυτά τους συνέστησε πίσω στο 2012 όταν και βραβεύτηκε. Σήμερα θα είναι ασφαλώς ικανοποιημένος που έχει πραγματοποιηθεί η (κάκιστη) συμβουλή του. Όλοι οι τύραννοι εξάλλου αγαπούν τις κρίσεις, καθώς αυτές αποτελούν μια καλή ευκαιρία για να καταπατήσουν κάθε νομοθετημένο, ως εκείνη τη στιγμή, ιδιοκτησιακό δικαίωμα και όποια υφιστάμενη ατομική ελευθερία.
Η παράλληλη κυκλοφορία νομισμάτων είναι μία ικανοποιητική καπιταλιστική λύση.
Αν οι Ελληνικές κυβερνήσεις εκδώσουν δικό τους πολιτικό fiat νόμισμα και λαμβάνοντας υπ’ όψη τις θέσεις του Hayek, δεν συντρέχει κανένας λόγος ενστάσεως υπό την καπιταλιστική οπτική του Αυστριακού νομπελίστα. Τουναντίον, υπό την προϋπόθεση πως θα είναι νομίμως αποδεκτό και το ευρώ για την διεκπεραίωση συναλλαγών με το κράτος, αυτός είναι ακριβώς ο πιο συμβατός δρόμος, τηρουμένων των αναλογιών, με την καπιταλιστική ελεύθερη αγορά. Ο ανταγωνισμός νομισμάτων που πραγματεύεται ο Hayek στα αποσπάσματα που διαβάσαμε, θα τεθεί κατ’ αυτό τον τρόπο σε εφαρμογή. Ένα από τα κύρια οφέλη μιας τέτοιας εξέλιξης θα είναι, όπως επισημαίνει ο Hayek:
Η ιδέα του να στερηθεί η κυβέρνηση απόλυτα το παλαιό της προνόμιο της μονοπώλησης χρήματος εξακολουθεί να είναι πολύ άγνωστη, ακόμη και ανησυχητική για τους περισσότερους ανθρώπους, ώστε να υπάρχουν πιθανότητες υιοθέτησης της στο εγγύς μέλλον. Αλλά οι άνθρωποι θα μπορούσαν να μάθουν να βλέπουν τα πλεονεκτήματα εάν, τουλάχιστον αρχικά, τα κυβερνητικά νομίσματα είχαν τη δυνατότητα να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την ευημερία του κοινού.
Στην παρούσα φάση, η κυβέρνηση που κατέχει το μονοπώλιο έκδοσης και ελέγχου του χρήματος, είναι αυτή του υπερ-κράτους στις Βρυξέλλες. Με την δύναμη που τους παρέχει αυτό το μονοπώλιο και ευρισκόμενοι σε αγαστή συνεργασία με τις Ελληνικές κυβερνήσεις, οι ευρω-κράτες συνεχίζουν να επιβάλουν (η να ανέχονται αν προτιμάτε) σκληρά μέτρα κατάσχεσης, αυθαίρετης επιβολής, απαξίωσης και καταστολής των όποιων – ελάχιστων – οικονομικών ελευθεριών υπήρχαν στη χώρα. Παρατηρούμε επίσης την χρήση του πολιτικού χρήματος, του ευρώ εν προκειμένω, ως μέσο εκβιασμού των πολιτών και εξαγοράς περιφερειακών κυβερνήσεων από τις Βρυξέλλες, κάτι το οποίο δικαιώνει τον καθηγητή Bagus ως προς τις επισημάνσεις του για δημιουργία νομισματικού καρτέλ από τις Βρυξέλλες:
…Η ατζέντα του σοσιαλιστικού οράματος (για την Ευρώπη) είναι να παρέχει όλο και περισσότερη δύναμη στο κεντρικό κράτος, π.χ. στις Βρυξέλλες.Το σοσιαλιστικό όραμα για την Ευρώπη είναι το ιδανικό της πολιτικής τάξης, των γραφειοκρατών, των ομάδων συμφερόντων, των προνομιούχων καθώς και των επιδοτούμενων τομέων που θέλουν να δημιουργήσουν ένα ισχυρό κεντρικό κράτος για τον εμπλουτισμό τους. Οι υποστηρικτές αυτής της άποψης παρουσιάζουν το ευρωπαϊκό κράτος ως αναγκαιότητα, και το θεωρούν καθαρά θέμα χρόνου. Κατά μήκος του σοσιαλιστικού μονοπατιού, το ευρωπαϊκό κεντρικό κράτος θα γίνει μια μέρα τόσο δυνατό που τα κυρίαρχα κράτη-μέλη θα υποταχθούν σε αυτό. (Μπορούμε ήδη να δούμε τις πρώτες ενδείξεις τέτοιας υποταγής στην περίπτωση της Ελλάδας και της Ιρλανδίας. Και οι δύο χώρες συμπεριφέρονται σαν προτεκτοράτα των Βρυξελλών που λένε στις κυβερνήσεις τους πώς να διαχειριστούν το έλλειμμά τους.)……Η επίσημη επιχειρηματολογία για τους υπερασπιστές του ενιαίου χάρτινου νομίσματος ήταν ότι το ευρώ θα μείωνε το κόστος των συναλλαγών — διευκολύνοντας το εμπόριο, τον τουρισμό και την ανάπτυξη στην Ευρώπη. Πιο έμμεσα όμως, το ενιαίο νόμισμα είχε θεωρηθεί ως το πρώτο βήμα προς τη δημιουργία του ευρωπαϊκού κράτους. Θεωρήθηκε ότι το ευρώ θα δημιουργούσε πίεση για να θεσπιστεί αυτό το κράτος. Ο πραγματικός λόγος που η Γερμανική κυβέρνηση, ενώ παραδοσιακά ήταν αντίθετη στο σοσιαλιστικό όραμα, τελικά δέχτηκε το ευρώ, είχε να κάνει με την Γερμανική ενοποίηση. Η συμφωνία ήταν ως εξής: Η Γαλλία χτίζει την Ευρωπαϊκή αυτοκρατορία και η Γερμανία μπορεί να ενοποιηθεί. Bagus, 2010 The tragedy of the euro, σελ 24 -25
Η εισαγωγή και χρήση Ελληνικού κυβερνητικού χρήματος, σε παράλληλη κυκλοφορία με το ευρώ, θα έχει συνεπώς θετικά αποτελέσματα για την ελευθερία της αγοράς και, ως εκ τούτου, της κοινωνίας. Οι πιθανότητες υποτίμησης/πληθωρισμού του Ελληνικού κυβερνητικού νομίσματος θα είναι ελάχιστες έως μηδαμινές, καθώς το ευρώ θα λειτουργεί ως αντίβαρο στις όποιες διαθέσεις των Ελληνικών κυβερνήσεων. Όπως γράφει ο Hayek:
Σκοπός αυτού του σχεδίου (παράλληλα κυβερνητικά νομίσματα) είναι να επιβάλει στους υφιστάμενους νομισματικούς και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς μια πολύ αναγκαία πειθαρχία, καθιστώντας αδύνατο οποτεδήποτε ή για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα να εκδώσουν ένα είδος χρήματος ουσιαστικά λιγότερο αξιόπιστο και χρήσιμο από το χρήμα οποιουδήποτε άλλου . Hayek, 1978, Denationalisation of Money: The Argument Refined σελ. 23
Με την παράλληλη κυκλοφορία νομισμάτων, ευρώ και δραχμής λοιπόν δύναται να ωφεληθεί ο παραγωγικός κόσμος της χώρας, να αναλάβει τις ευθύνες της η (όποια) Ελληνική κυβέρνηση απέναντι στους πολίτες και, κυρίως, να εξοικειωθεί ο κόσμος με τα πλεονεκτήματα και τις επιλογές που παρέχει ο ανταγωνισμός. To ίδιο ισχύει και για τις Βρυξέλλες, καθώς θα πρέπει να σταματήσουν να δανείζουν τις Ελληνικές κυβερνήσεις, να πάψουν τα σκληρά μέτρα και τους εκβιασμούς απέναντι στους Έλληνες και να επιτρέψουν τον νομισματικό ανταγωνισμό, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε κάθε χώρα μέλος. Ίσως, έστω και καθυστερημένα, να ισχύσει η καπιταλιστική πρόταση του Friedrich Hayek.
Κλείνοντας και ανατρέχοντας στα λόγια του Bagus:
Φυσικά κάποιος μπορεί να έχει μια οικονομικά ολοκληρωμένη Ευρώπη με τις τέσσερις βασικές ελευθερίες χωρίς ένα κοινό χάρτινο νόμισμα. Το Ηνωμένο Βασίλειο, η Σουηδία, η Δανία και η Τσεχία δεν έχουν το ευρώ, αλλά ανήκουν στην ίδια κοινή αγορά απολαμβάνοντας τις τέσσερις ελευθερίες. Αν η Ελλάδα βρίσκονταν ανάμεσα σε αυτές τις χώρες, το κλασικό φιλελεύθερο όραμα θα παρέμενε ανέγγιχτο. Στην πραγματικότητα, η ελεύθερη επιλογή του νομίσματος προσομοιάζει περισσότερο με την ευρωπαϊκή αξία της ελευθερίας από ένα ευρωπαϊκό νόμισμα legal tender που έρχεται μαζί με την μονοπωλιακή παραγωγή του. Bagus, 2010, The tragedy of the euro, σελ 24
Μια καπιταλιστική απάντηση λοιπόν στο ερώτημα «ευρώ η δραχμή» είναι: και τα δύο και σταδιακά κάθε νόμισμα, συμπεριλαμβανομένου του χρυσού και των κρυπτονομισμάτων.
***