Κεντρικές τράπεζες: Ένας ηθικά αδικαιολόγητος κεντρικός σχεδιασμός.

0
2447
Σύμφωνα με τον Huerta de Soto, μια πραγματική κατάσταση «τραγωδίας των κοινών» συμβαίνει μόνο όταν εγκαθίσταται μια κεντρική τράπεζα. Οι τράπεζες τώρα μπορούν να εκμεταλλευτούν τις κακώς προσδιορισμένες ιδιοκτησίες χωρίς περιορισμούς.
Σύμφωνα με τον Huerta de Soto, μια πραγματική κατάσταση «τραγωδίας των κοινών» συμβαίνει μόνο όταν εγκαθίσταται μια κεντρική τράπεζα. Οι τράπεζες τώρα μπορούν να εκμεταλλευτούν τις κακώς προσδιορισμένες ιδιοκτησίες χωρίς περιορισμούς.

Εάν ο κεντρικός σχεδιασμός αποτύχει να διατηρήσει τον ρυθμό του πληθωρισμού  και είτε σταματήσει να επιταχύνει τη νομισματική επέκταση ή την πάψει εντελώς, τότε η οικονομία θα είναι σε πολύ χειρότερη θέση από ό, τι όταν ξεκίνησε η διαδικασία.

 

Του Ευθύμη Μαραμή

Οι κεντρικές τράπεζες, συμπιέζοντας τα επιτόκια όλο και περισσότερο προς τα κάτω, έχουν οδηγήσει σε αυτό το «πολύ ευχάριστο» είδος πληθωρισμού που αποκαλείται «bull markets». Οι χρηματιστηριακές αγορές όμως είναι χρήσιμες όταν αντανακλούν ό, τι συμβαίνει στην πραγματική οικονομία. Είναι πολύ επικίνδυνες τουναντίον, όταν είναι δημιούργημα τεχνητών τιμών ενδιαφέροντος (επιτοκίων). Είμαστε ουσιαστικά σε ένα καθεστώς χειραγώγησης των τιμών. Ο έλεγχος των τιμών, οι διατιμήσεις, είναι μια πολιτική που έχει αποτύχει διαχρονικά. Όταν οι τιμές χειραγωγούνται, στρεβλώνονται και παραμορφώνονται, το ίδιο συμβαίνει συνεπακόλουθα με τις πραγματικές αποφάσεις των ανθρώπων στην παραγωγική οικονομία. Εκεί υπάρχει ύλη, τούβλα, κονίαμα, και ανθρώπινες ζωές που κρίνονται από αυτές τις αποφάσεις.

Είπε το 1977 ο Friedrich Hayek για τις νομισματικές επεκτάσεις οι οποίες σήμερα έχουν πολλές διαφορετικές ορολογίες όπως για παράδειγμα η «ποσοτική χαλάρωση»:

«Κάθε πληθωρισμός είναι πολύ επικίνδυνος ακριβώς επειδή πολλοί άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένων πολλών οικονομολόγων, θεωρούν ένα ήπιο πληθωρισμό ως ακίνδυνο η ακόμα και ευεργετικό. Προφανώς, και παραδόξως, ο αυτο-επιταχυνόμενος μηχανισμός του πληθωρισμού δεν είναι ακόμη κατανοητός ακόμα και για ορισμένους οικονομολόγους. Η πρώτη γενική «ώθηση» που παρέχει η αύξηση της ποσότητας του χρήματος (η των τραπεζικών πιστώσεων) κυρίως οφείλεται στο γεγονός ότι οι τιμές και, ως εκ τούτου τα κέρδη θα είναι υψηλότερα από το αναμενόμενο. Κάθε οικονομικό εγχείρημα πετυχαίνει, συμπεριλαμβανομένων ακόμη και κάποιων που θα έπρεπε να αποτύχουν. Αλλά αυτό μπορεί να διαρκέσει μόνο εφ όσον η συνεχής άνοδος των τιμών δεν είναι αναμενόμενη. Μόλις οι άνθρωποι συνηθίσουν σε αυτόν τον ρυθμό ανόδου, η συνεχιζόμενη τεχνητή άνοδος των τιμών με τον ίδιο ρυθμό δεν θα μπορεί να ασκήσει πλέον την ώθηση που έδωσε στην αρχή. Η νομισματική πολιτική έρχεται πλέον αντιμέτωπη με ένα δυσάρεστο δίλημμα. Για να διατηρηθεί το επίπεδο της δραστηριότητας που δημιουργήθηκε από τον ήπιο πληθωρισμό, θα πρέπει να επιταχύνει το ρυθμό του πληθωρισμού, και θα πρέπει να το κάνει ξανά και ξανά σε ένα συνεχώς αυξανόμενο ρυθμό κάθε φορά που το ισχύον επίπεδο (ρυθμός) είναι προβλέψιμο και αναμενόμενο από την αγορά.

 

Να σημειωθεί πως ο όρος «πληθωρισμός» στην Αυστριακή και Χαγιεκιανή οικονομική αντίληψη, αντιπροσωπεύει την αύξηση της ποσότητας χρήματος (μετρητά η ηλεκτρονικής μορφής). Με αυτόν τον τρόπο τίθεται σε λειτουργία μια αλληλουχία γεγονότων μία εκ των οποίων είναι η αύξηση των νομισματικών τιμών σε συγκεκριμένους τομείς όπου στοχεύουν οι πιστωτικές επεκτάσεις.

Συνεχίζει ο Χάγιεκ:

Εάν οι κεντρικές τράπεζες αποτύχουν να το πράξουν και είτε σταματήσουν να επιταχύνουν τη νομισματική επέκταση ή την πάψουν εντελώς, τότε η οικονομία θα είναι σε πολύ χειρότερη θέση από ό, τι όταν ξεκίνησε η διαδικασία. Όχι μόνο ο πληθωρισμός επέτρεψε τα συνηθισμένα λάθη στην κριτική ικανότητα της αγοράς να συσσωρευτούν (τα οποία αλλιώς θα είχαν αμέσως εξαλειφθεί, ενώ τώρα θα πρέπει να ρευστοποιηθούν ταυτόχρονα). Θα έχει προκαλέσει επιπλέον εσφαλμένη κατανομή της παραγωγής και της εργασίας και άλλων πόρων σε δραστηριότητες που μπορούν να διατηρηθούν μόνο εάν οι πρόσθετες επενδύσεις χρηματοδοτούνται από την αύξηση της ποσότητας χρήματος.» 1

Αναπτύσσονται επίσης εσφαλμένες επιλογές οικονομικής διάρθρωσης και κεφαλαιακής κατανομής από τους επιχειρηματίες (ο von Mises τις αποκαλούσε malinvestments) ειδικά στα κεφαλαιακά αγαθά με μεγάλο χρόνο παραγωγής και απόσβεσης κόστους (ακίνητα, βιομηχανικά εργαλεία πρώτες ύλες κλπ). Λαμβάνοντας λοιπόν υπ’ όψη την σύντομη και περιεκτική ανάλυση του Hayek, ας δούμε τώρα μια πολύ ενδιαφέρουσα δήλωση του Stephen D. Williamson αντιπροέδρου της ομοσπονδιακής τράπεζας του st Lewis στις 19/8/2015 2

«Ένας κεντρικός τραπεζίτης βασισμένος στον κανόνα του Taylor μπορεί να είναι πεπεισμένος ότι η μείωση του επιτοκίου της κεντρικής τράπεζας θα αυξήσει τον πληθωρισμό. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μια κατάσταση στην οποία ο κεντρικός τραπεζίτης γίνεται μόνιμα παγιδευμένος σε ZIRP. (πολιτική μηδενικών επιτοκίων) με το ονομαστικό επιτόκιο στο μηδέν για μεγάλο χρονικό διάστημα, ο πληθωρισμός παραμένει χαμηλός, και ο κεντρικός τραπεζίτης ερμηνεύει ότι η διατήρηση μηδενικών επιτοκίων θα αυξήσει τελικά το ποσοστό του πληθωρισμού. Αλλά αυτό δεν συμβαίνει και, εφ ‘όσον ο κεντρικός τραπεζίτης προσκολλάται στην επιθετική εφαρμογή του κανόνα του Taylor, θα συνεχίσει την πολιτική ZIRP για πάντα και η κεντρική τράπεζα θα υπολείπεται του στόχου για τον πληθωρισμό της επ ‘αόριστον. Αυτή η ερμηνεία φαίνεται να ταιριάζει με την πρόσφατη παρατηρούμενη συμπεριφορά των κεντρικών τραπεζών παγκοσμίως ».
Ο κεντρικός σχεδιασμός έχει ήδη προκαλέσει σοβαρές στρεβλώσεις

Μπορούμε να υποθέσουμε πως βρισκόμαστε στην φάση την οποία περιέγραψε ο Hayek το 1978. Στην δυσάρεστη στιγμή όπου η συνεχής παρέμβαση – «stimulus» των νομισματικών αρχών «πέρασε τον Ρουβίκωνα» και δεν μπορεί πλέον να δώσει την αρχική ώθηση που επικράτησε όταν ξεκίνησαν οι νομισματικές επεκτάσεις των «ποσοτικών χαλαρώσεων» αλλά και οι προηγούμενες. Οι κεντρικές τράπεζες είτε αποφασίσουν την αύξηση των επιτοκίων, είτε δεν πράξουν απολύτως τίποτα, θα έχουν πλέον καθοριστική επίπτωση στις αγορές. Ο Hayek, δυστυχώς, φαίνεται πως επαληθεύεται ως προς την επισήμανση του για άγνοια των σύγχρονων οικονομολόγων σχετικά με την καταστροφική και πολυσύνθετη φύση του πληθωρισμού.

Ο κύριος Williamson για παράδειγμα, αντιλαμβάνεται πως πλέον δεν «αντιδρά» ο πληθωρισμός στο φτηνό χρήμα, όμως προφανώς αποτυγχάνει να αντιληφθεί πως αυτή η εξέλιξη οφείλεται ακριβώς στην εξαρχής φαλκίδευση του επιτοκίου και της μαζικής πιστωτικής επέκτασης προς τις χρηματιστηριακές (και όχι μόνο) αγορές που επιχειρεί το καθεστώς της federal reserve και οι υπόλοιπες κεντρικές τράπεζες εδώ και τριάντα χρόνια. Η πιθανότητα να υπάρξει νέα ώθηση στην πραγματική οικονομία είναι πλέον ελάχιστη, διότι ο ρυθμός πληθωρισμού εκτός του ότι είναι αναμενόμενος και μονότονος, έχει ήδη προκαλέσει ακριβώς τις καταστροφικές συνέπειες που εντοπίζει ο Hayek :

» Όχι μόνο ο πληθωρισμός επέτρεψε τα συνηθισμένα λάθη στην κριτική ικανότητα της αγοράς να συσσωρευτούν (τα οποία αλλιώς θα είχαν αμέσως εξαλειφθεί, ενω τώρα θα πρέπει να ρευστοποιηθούν ταυτόχρονα). Έχει προκαλέσει επιπλέον εσφαλμένη κατανομή της παραγωγής και της εργασίας και άλλων πόρων σε δραστηριότητες που μπορούν να διατηρηθούν μόνο εάν οι πρόσθετες επενδύσεις χρηματοδοτούνται από την αύξηση της ποσότητας χρήματος (χρέους).»

Οι συνεχιζόμενες κρίσεις των τελευταίων 30 ετών είναι κυρίως ευθύνη των κεντρικών τραπεζών και των κυβερνήσεων. Η εμμονή τους σε πολιτικές «ανάπτυξης» μέσω της εσφαλμένης πεποίθησης διατήρησης ενός διατιμημένου φτηνού χρέους, συγκρούεται επιπλέον με τις χαμηλές και προβλέψιμες προσδοκίες που οι στρεβλώσεις αυτού του ίδιου «σταθερού» επίπλαστου ρυθμού δημιούργησαν. Τι σημαίνει αυτό;

Ίσως φτάσαμε στο σημείο όπου οι κεντρικές τράπεζες με μια απόφαση τους ορίζουν ανθρώπινες ζωές, παρακάμπτοντας την ελεύθερη διαμόρφωση των τιμών βάσει του θεμελιώδους κανόνα της εθελοντικής προσφοράς και ζήτησης, της αυθόρμητης εθελοντικής συναλλαγής. Η διατίμηση, ο έλεγχος των τιμών διαχρονικά έχει αποτύχει  και παραμένει μυστήριο το τι ώθησε τους κεντρικούς σχεδιαστές στο να πιστέψουν πως μια τέτοια μαζική παρέμβαση και διατίμηση στους βαθμούς ενδιαφέροντος  (επιτόκια), θα είχε διαφορετικό αποτέλεσμα σήμερα.

Οι συστημικές τράπεζες, με τις ευλογίες των κεντρικών τραπεζών, οδηγούν την πιστωτική κραιπάλη

Όταν για παράδειγμα η παγκόσμια πολιτική των κεντρικών τραπεζών εκπόνησε σχέδια μαζικών πιστωτικών επεκτάσεων για στεγαστικά δάνεια 30ετίας με 3,75% τεχνητού επιτοκίου, υπονόμευσε επ’ αόριστον το μέλλον της παγκόσμιας οικονομίας παραμορφώνοντας τις τιμές, τις πληροφορίες δηλαδή που λαμβάνονται πάντα ως σήματα επενδύσεων, κατανάλωσης και αποταμίευσης από τα μέλη της αγοράς. Οι στεγαστικές φούσκες που έπληξαν όλον τον πλανήτη το 2008-09 όχι απλά δεν αφέθηκαν να εκκαθαριστούν, αλλά επαναχρηματοδοτήθηκαν και επαναχρηματοδοτούνται (bailouts) απο την FED την ΕΚΤ την Κ.Τ. της Κίνας κ.ο.κ.

Οι τιμές των ακινήτων εκτινάχτηκαν με τις πιστωτικές επεκτάσεις όμως οι αναμενόμενες αποσβέσεις δεν ήρθαν ποτέ στην «ώρα τους» για τους αγοραστές και για τις κατασκευαστικές επιχειρήσεις. Έτσι συμπαρασύρθηκαν στη χρεοκοπία εκατοντάδες κλάδοι σχετιζόμενοι με την οικοδομική δραστηριότητα. Από πρώτες ύλες ως βιομηχανικά εργαλεία, η συγκεκριμένη αγορά υπέστη ένα από τα ισχυρότερα πλήγματα της σύγχρονης ιστορίας συμπαρασύροντας μοιραία ολόκληρη την οικονομία. Και οι οικονομίες κλίμακας τις οποίες επηρεάζει η λεγόμενη μακροοικονομία είναι δυσθεώρητων μεγεθών και αλληλοσυνδέονται σε πολύ μεγάλο βαθμό λόγω του μονοπωλιακού καρτέλ αλληλο-υπόθαλψης του τραπεζικού συστήματος των κλασματικών αποθεματικών .

Το σύστημα αυτό αναμένει αποπληρωμή στα επίπεδα των τιμών που επικρατούσαν κατά την εξέλιξη της φούσκας, όμως, όπως απεδείχθη από τις μαζικές διασώσεις (bailouts), δεν υπάρχει λόγος να ανησυχεί.

Ο κεντρικός σχεδιασμός ευνοεί το τραπεζικό σύστημα 

Ας υποθέσουμε κάτι πολύ απλό. Έχω εγώ 100.000 ευρώ και η τράπεζα μου δίνει 1% επιτόκιο καταθέσεων. Βρίσκω λοιπόν έναν ιδιώτη και κάνω μια συμφωνία μαζί του να του δώσω τις αποταμιεύσεις μου με 5% επιτόκιο, ώστε να αγοράσει ένα σπίτι. Αναλαμβάνω συνεπώς το ρίσκο της αποτυχίας της επένδυσης μου. Αποτυγχάνει ο δανειολήπτης και χάνω τις αποταμιεύσεις μου. Πετυχαίνει ο δανειολήπτης κερδίζω 5%. Πάμε τώρα στις «ιδιωτικές» επιχειρήσεις που λέγονται τράπεζες. Πάει ο ίδιος ιδιώτης και «δανείζεται» από την τράπεζα. Η τράπεζα άμεσα «δημιουργεί» 100.000 ευρώ  (κυριολεκτικά από το πουθενά δηλαδή γεννά χρήματα) και εισπράττει το ίδιο επιτόκιο για τον κοπανιστό αέρα που λογίζεται ως χρήμα.

Το ρίσκο της «επένδυσης» της τράπεζας, μετακυλίεται διάχυτα σε όλους και σε περίπτωση αποτυχίας, πληρώνουν οι φορολογούμενοι. Σε περίπτωση επιτυχίας του δανειολήπτη κερδίζει η τράπεζα χωρίς να έχει καν επενδύσει πραγματικές αποταμιεύσεις η δικά της κεφάλαια. Πέραν του προνομίου που κατέχει ο μονοπωλιακός εκδότης νομίσματος να χειραγωγεί τα επιτόκια, επιπρόσθετα καταστρέφει τον ελεύθερο ανταγωνισμό στην αγορά χρήματος, ενώ κυρίως αχρηστεύει την αποταμιευτική αξία του νομίσματος. Συνέπεια της αχρήστευσης αυτής της κύριας ιδιότητας ενός νομίσματος, είναι η αδυναμία προγραμματισμού ασφάλισης στα συνταξιοδοτικά ταμεία, είτε ιδιωτικά είτε κρατικά. Το μέλλον μας είναι εγκλωβισμένο στις αυθαίρετες αποφάσεις καθορισμού των τιμών του χρήματος από τις κεντρικές τράπεζες.

Η προσπάθεια του καθεστώτος των κεντρικών τραπεζών να διατηρήσει το χρέος βιώσιμο όχι απλά απέτυχε, αλλά συμπαρασύρει μαζί του ολόκληρο τον πλανήτη σε ένα αναπόφευκτο σπιράλ αποπληθωρισμού και στασιμότητας.

Η επιδίωξη καθορισμού της παραγωγής πλούτου και του ελέγχου των μέσων παραγωγής σε μαζική κλίμακα από μια κεντρική αρχή αποτελεί μια μάταια πλάνη των «σύγχρονων» οικονομικών αντιλήψεων από την εποχή του Μαρξ. Ο κεντρικός σχεδιασμός της οικονομίας δεν έπαψε ποτέ να γοητεύει τους ισχυρούς και την εξουσία. Ο αυθαίρετος καθορισμός των τιμών – τεχνητών βαθμών ενδιαφέροντος (επιτοκίων) στην περίπτωση μας – αποτελεί μια τέτοια περίπτωση.

Συμπερασματικά

Όμως, όπως έχει πει και ο Carl Menger, ο μόνος τρόπος για να αποδειχτεί το μέγεθος της παράκρουσης μιας εξωφρενικής θεωρίας, είναι να αφεθεί αυτή να κάνει τον κύκλο της εφαρμοσμένη στην πράξη, ώστε να βιωθούν οι συνέπειές της. Οι προσδοκίες και η πίστη, στοιχεία στα οποία στηρίζεται το καθεστώς των κεντρικών τραπεζών, όταν αποδειχτούν κίβδηλες, δεν μπορούν να λειτουργήσουν ξανά ως κινητήριος δύναμη. Οι προσδοκίες και η πίστη της παραγωγικής οικονομίας προς το νομισματικό καθεστώς είναι βαθύτατα κλονισμένες.

Οι δείκτες των χρηματιστηριακών αγορών φαίνεται πως έχουν – αυτή τη στιγμή – απομακρυνθεί από τις αγορές κεφαλαίων και εργασίας της ανθρώπινης πραγματικότητας.

Ένα πολύ κακό σενάριο ακολουθεί αμέσως μετά. Το μοναδικό εμπόδιο στα σχέδια των κεντρικών τραπεζών για περαιτέρω αρνητικά επιτόκια, διατίμηση και αχρήστευση των «ενοχλητικών» αποταμιεύσεων, είναι τα μετρητά στην φυσική τους μορφή.

***

  1. Denationalisation of Money The Argument Refined, σελ 96-97
  2. After 6 Years Of QE, And A $4.5 Trillion Balance Sheet, St. Louis Fed Admits QE Was A Mistake