
Η αποκαλούμενη «επιτροπή ανταγωνισμού»εξυπηρέτησε κάποιες επιχειρήσεις, επειδή αυτές δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στον ανταγωνισμό. Δηλαδή, η επιτροπή ανταγωνισμού, στρέβλωσε τον ανταγωνισμό, αποφάσισε για νικητές και ηττημένους και έβλαψε ως εκ τούτου την οικονομία στο σύνολό της.
Του Ευθύμη Μαραμή και Μιχάλη Γκουντή
Εισαγωγή
Αφορμή για αυτή την ανάλυση, αποτέλεσε το άρθρο του Πάσχου Μανδραβέλη «Ακριβά μου Ολιγοπώλια». Ωστόσο, εδώ και αρκετό καιρό θέλαμε να πάρουμε μια σαφή θέση, όσον αφορά την «επιτροπή ανταγωνισμού» και τις παρεμβάσεις της στην οικονομία. Θα δούμε στο άρθρο μας τα οικονομικά σφάλματα του Πάσχου Μανδραβέλη και την προέλευση αυτών των σφαλμάτων. Θα καταδείξουμε τα πραγματικά αίτια της ακρίβειας στην Ελλάδα. Και τέλος, θα εξηγήσουμε γιατί η αποκαλούμενη «επιτροπή ανταγωνισμού» νοθεύει τον ανταγωνισμό και ορίζει αυθαίρετα τους νικητές και ηττημένους της αγοράς.
Το πρόβλημα με τα «ολιγοπώλια»
Πριν ξεκινήσουμε την ανάλυσή μας, ας θυμίσουμε στους αναγνώστες μας το εξής: ο σύγχρονος ορισμός του μονοπωλίου και ολιγοπωλίου είναι γενικά αυθαίρετος. Το ότι μία επιχείρηση (ή μερικές) έχει κατακτήσει την αγορά δεν μπορεί να υποστηριχτεί εφόσον: 1) η είσοδος στην αγορά είναι ελεύθερη για τον καθένα και 2) δεν μπορούμε να ορίσουμε τα όρια της «βιομηχανίας» στην οποία δραστηριοποιείται η επιχείρηση. Για παράδειγμα, η Αθηναϊκή Ζυθοποιία δεν ανταγωνίζεται μόνο τις υπόλοιπες επιχειρήσεις ζύθου. Ανταγωνίζεται επίσης εταιρίες αναψυκτικών ή ακόμα και εναλλακτικές μορφές ψυχαγωγίας. Αν η τιμή της μπύρας ανέβει αρκετά πάνω από τις προτιμήσεις των καταναλωτών, οι επιλογές τους δεν περιορίζονται απλά στην επιλογή διαφορετικής μάρκας ζύθου. Μπορεί να επιλέξουν, αντί για μπύρα, κάποιο αναψυκτικό ή ακόμα και κάποιον εντελώς διαφορετικό τρόπο διασκέδασης.
Αυτό αποτελεί μεθοδολογικό σφάλμα της νεοκλασικής σχολής, η οποία αυθαίρετα βλέπει τον σχηματισμό ολιγοπωλίων ανεξάρτητα από τις ατομικές προτιμήσεις και την ανθρώπινη δράση. Η ανθρώπινη δράση θα έπρεπε να είναι και το αντικείμενο των οικονομικών όμως. Επομένως, ο κ. Μανδραβέλης στο άρθρο του μάλλον δεν κατανοεί ότι το πεδίο μελέτης των οικονομικών αφορά την ανθρώπινη δράση και έχει πιθανότατα στρεβλή αντίληψη του ποιος διαμορφώνει τις δυναμικές σε μία αγορά.
Τελευταίο και εξίσου σημαντικό είναι, πέρα από την προϋπόθεση για ελεύθερη είσοδο στην αγορά, για να μη δημιουργηθούν μονοπώλια και ολιγοπώλια, να μην υπάρχει πρόσβαση καμίας ιδιωτικής επιχείρησης σε χρήματα φορολογουμένων είτε μέσω σύμπραξης με το δημόσιο (δείτε π.χ. ΟΑΣΑ) είτε μέσω της ανακεφαλαιοποίησής της σε περίπτωση χρεοκοπίας. Το άνοιγμα μίας επιχείρησης που ανήκει σε άλλο κράτος σε χώρα εκτός αυτού, εφόσον υπόκειται στον ανταγωνισμό (παρόλο που έχει πρόσβαση σε κεφάλαια-φόρους της χώρας προέλευσης) λογίζεται ως ιδιωτική μιας και μπορεί πάντα να μην τυγχάνει επιλογής των εγχώριων καταναλωτών.
Δεύτερο μεθοδολογικό σφάλμα: δείκτες συγκεντρωτικότητας της αγοράς
Μέσα στο άρθρο του, ο κ. Μανδραβέλης μιλάει για «συγκέντρωση του μεριδίου της αγοράς από δύο εταιρίες». Μας παρουσιάζει τα ποσοστά που θεωρητικά κατέχουν οι εν λόγω εταιρίες όσον αφορά τη βιομηχανία ζύθου. Για να βρεθεί αυτό το ποσοστό χρησιμοποιείται ο τύπος του Herfidahl:
- HHI = s1^2 + s2^2 + s3^2 + … + sn^2 (HHI= o βαθμός συγκέντρωσης, s = το μερίδιο (share) της αγοράς που κατέχει κάθε επιχείρηση).
Το πρόβλημα όμως, όπως είδαμε παραπάνω, έγκειται στο ότι ο βιομηχανικός τομέας δεν μπορεί να οριστεί με ακρίβεια. Η εταιρία ζύθου δεν ανταγωνίζεται την εταιρία αναψυκτικών; Ή τις καφετέριες (μια χαρά θα μπορούσαν να αποτελούν εναλλακτική καταναλωτική επιλογή σε περίπτωση αύξησης της τιμής της μπύρας); Με ποια κριτήρια παίρνει τις εταιρίες που θα συμπληρώσουν τον μαθηματικό τύπο; Παρόλο που η προσέγγιση αυτή φαίνεται «επιστημονική» στην ουσία δείχνει το πόσο αποκομμένη από την ανθρώπινη δράση είναι. Πάλι, εδώ ο κ. Μανδραβέλης αγνοεί τον παράγοντα «ανθρώπινη δράση» και μάλλον αυθαιρετεί, ώστε τα δεδομένα να ταιριάξουν στο αφήγημά του και όχι το αφήγημά του σε αυτά.
Το παράδοξο του πληθωρισμού στην Ελλάδα
Αρχικά, ο Πάσχος Μανδραβέλης επισημαίνει σωστά το «περίεργο» του ΔΤΚ (Δείκτης Τιμών Καταναλωτή) στην Ελλάδα. Πριν μερικούς μήνες εντοπίσαμε το ίδιο παράδοξο φαινόμενο στο άρθρο μας «Γιατί αποτυγχάνει ο κεντρικός οικονομικός σχεδιασμός».
-
Δείτε το εν λόγω άρθρο: Γιατί αποτυγχάνει ο κεντρικός οικονομικός σχεδιασμός

Στο γράφημα βλέπουμε τον δείκτη τιμών καταναλωτή στην Ελλάδα της εσωτερικής υποτίμησης. Ο πληθωρισμός τιμών στην διακύμανση της σχέσης μισθών/καταναλωτικών αγαθών – όπως προκύπτει από το 2012 κι έπειτα – είναι εμφανής. Οι τιμές των καταναλωτικών αγαθών παρέμειναν υψηλές, την στιγμή που οι τιμές για τα κεφαλαιουχικά αγαθά και τους συντελεστές της παραγωγής, συμπεριλαμβανομένης της εργασίας, μειώθηκαν από 30% (για την εργασία) ως 50% για την γη και τα κεφαλαιουχικά αγαθά.
Η σημερινή κατάσταση στην οικονομία της Ελλάδας είναι εξαιρετικά περίπλοκη, όμως όχι ακατανόητη. Οι τιμές των καταναλωτικών αγαθών παρέμειναν στα ύψη για τους εξής λόγους:
- Υπερβολική φορολόγηση (συμπεριλαμβανομένων των ασφαλιστικών εισφορών)
- Υψηλοί μισθοί και υψηλές δαπάνες στο δημόσιο
- Υψηλές συντάξεις αναλογικά με τα εισοδήματα των παραγωγών
- Σπατάλη και συνεχιζόμενη διαφθορά σε κάθε κρατική υπηρεσία
Οι Ελληνικές κυβερνήσεις κατανάλωναν το 65% του Ελληνικού πλούτου το 2015 και σήμερα το 50%. Οι κρατικές δαπάνες και, άρα, η φορολογία, βρίσκονται στα ύψη. Σε κάποιους τομείς, όπως στα καύσιμα (τα οποία επηρεάζουν καθοριστικά τα κόστη παραγωγής και μεταφορών) η Ελληνική κυβέρνηση φορολογεί πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Ανάμεσα στις 30 χώρες του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα κατέχει την τέταρτη υψηλότερη θέση στην φορολογία, αν υπολογιστεί και η εισφορά αλληλεγγύης. Οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων παραμένουν υψηλοί (από 30% και πάνω σε σχέση με τις τιμές της ιδιωτικής αγοράς). Οι συντάξεις, είναι υψηλές, πολύ υψηλότερες από τα εισοδήματα των παραγωγών, οι οποίοι και πληρώνουν αυτές τις συντάξεις. Ακόμα και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια δοκιμασίας, η διαφθορά και η λεηλασία φορολογημένων χρημάτων στο ΕΣΥ, στην παιδεία και σε άλλες κρατικές υπηρεσίες παραμένουν στα ύψη. Αυτοί είναι οι πραγματικοί, βασικοί παράγοντες για την ακρίβεια και για την υποτονικότητα των επενδύσεων.
Ο Πάσχος Μανδραβέλης, ωστόσο, ακολουθώντας την mainstream οικονομική ορθοδοξία, αποδίδει τον πληθωρισμό στα … «ολιγοπώλια» της αγοράς.
Η κρατική νόθευση του ανταγωνισμού που αποκαλείται «επιτροπή ανταγωνισμού»
Να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Αποτελεί σουρεαλισμό να «επιβλέπει» τον ανταγωνισμό μια αυθαίρετη μονοπωλιακή οργάνωση: το κράτος. Αν κάποιος στρεβλώνει τον ανταγωνισμό, τις τιμές, την ανάπτυξη και την ευημερία των ανθρώπων, αυτός ακούει στο όνομα κρατικό μονοπώλιο. Αποτελεί ανέκδοτο δε, το να «επιβλέπει τον ανταγωνισμό» ένας οργανισμός εγγενώς εχθρικός προς την αγορά, ο οποίος κατέχει οικονομική αντίληψη κομισάριου της πρώην ΕΣΣΔ και στερείται στοιχειώδους γνώσης λειτουργίας της οικονομίας της αγοράς. Είδαμε ήδη περιληπτικά πως το κράτος, με αποκλειστική του ευθύνη, διατηρεί τις τιμές στα ύψη ασκώντας την φορολογική του εξουσία.
Στρέβλωση της αγοράς και των διαδικασιών παραγωγής και κατεύθυνσης των πόρων
Ωστόσο, ο Πάσχος Μανδραβέλης ανακαλύπτει το πρόβλημα σε μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες κατέχουν υψηλά μερίδια στην βιομηχανία που δραστηριοποιούνται. Ταυτίζεται δε με συγκεκριμένες επιχειρήσεις, οι οποίες χρησιμοποιώντας τον κρατικό εξαναγκασμό και την «επιτροπή ανταγωνισμού» νοθεύουν πραγματικά τον ανταγωνισμό και την αυθόρμητη τάξη της αγοράς. Λέει ο Πάσχος Μανδραβέλης:
«Είναι γνωστή η καταδίκη της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας (ανήκει σε ολλανδική πολυεθνική και κατέχει το 53% της ελληνικής αγοράς) για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, εφαρμόζοντας ενιαία και στοχευμένη πολιτική για τον αποκλεισμό και τον περιορισμό των δυνατοτήτων ανάπτυξης των ανταγωνιστών της από όλα τα κανάλια διανομής, είτε αφορούσαν διανομή σε χονδρική, σε ξενοδοχεία, μπαρ και καταστήματα εστίασης και σε άλλα σημεία λιανικής πώλησης. Η πρακτική είναι απλή: γενναίες εκπτώσεις, ακόμη και παροχές, σε εστιατόρια και καφέ, για αποκλειστική παροχή συγκεκριμένων προϊόντων, δηλαδή αποκλεισμό των ανταγωνιστών από την αγορά, αλλά και των καταναλωτών από τις προτιμήσεις των».
Εξαρχής, η καταδίκη και μόνο μιας επιχείρησης για «αθέμιτο ανταγωνισμό» εκ μέρους του κράτους, θα πρέπει να προκαλέσει καχυποψία. Αυτό που θεωρεί ο κ. Μανδραβέλης ως τετελεσμένα δίκαιο, επειδή έτσι έκρινε η αποκαλούμενη «επιτροπή ανταγωνισμού», είναι ακριβώς γεγονός το οποίο, αντίθετα με την πεποίθηση του κ. Μανδραβέλη, αποτελεί ένδειξη στρέβλωσης της αγοράς. Πάμε όμως να δούμε συνοπτικά τι σημαίνει επιχειρηματικότητα, ανταγωνισμός και εμπόριο, σύμφωνα με την Αυστριακή σχολή. Εξηγεί ο Richard Embeling:
«Οι πωλητές ανταγωνίζονται στον τομέα της προσφοράς των προϊόντων τους στο δυνητικά αγοραστικό κοινό και οι υπάρχουσες ή πιθανές απαιτήσεις των αγοραστών δίνουν κίνητρα στους πωλητές να παράγουν και να εμπορεύονται αυτό που αποφασίζουν να παραγάγουν. Όλοι συνεργάζονται σε αυτή την ανταγωνιστική διαδικασία ακολουθώντας τους «κανόνες» του παιχνιδιού της αγοράς που αποκλείει τη βία και την απάτη. Ο καθένας πρέπει να προσπαθήσει να επιτύχει αυτό που θέλει, εστιάζοντας τις ψυχικές και σωματικές προσπάθειές του στη διαμόρφωση τρόπων ώστε να προσφέρει στους άλλους αυτό που θέλουν να αποκτήσουν μέσω του εμπορίου».
Ποιες είναι οι «αθέμιτες» πρακτικές της Αθηναϊκής ζυθοποιίας (Α.Ζ.);
- Εκπτώσεις στους πελάτες της,
- Ανακαινίσεις καταστημάτων, και
- Παροχή εξοπλισμού (ψυγεία, ράφια κλπ), ώστε να πωλούν αποκλειστικά τα προϊόντα της.
Δεν υπάρχει καμία βία και καμία απάτη. Πρόκειται για ανόθευτο ισχυρό ανταγωνισμό, ο οποίος εξυπηρετεί τους πελάτες της Α.Ζ. την οικονομία αλλά και τους καταναλωτές. Η Α.Ζ. εμπλέκεται σε μια διαδικασία που έχει εξηγήσει ο Frederic Bastiat από το 1850. Δημιουργεί οικονομικές συνθήκες οι οποίες δεν φαίνονται με την πρώτη ματιά και, ειδικά, δεν μπορεί να τις αντιληφθεί ο Πάσχος Μανδραβέλης όπως και κάθε μέσος κρατιστής στην Ελλάδα αλλά και παντού. Οι ανακαινίσεις, η παροχή εξοπλισμών και οι εκπτώσεις κατευθύνουν πλούτο σε άλλες επιχειρήσεις (βιομηχανία ψυγείων, εξοπλισμοί εμπορικών καταστημάτων).
-
Δείτε σχετικά: Βασικά Οικονομικά: Η σπασμένη τζαμαρία
Ο επιχειρηματικός ανταγωνισμός, καθορίζει τον εκτιμώμενο επιχειρηματικό υπολογισμό, ο οποίος θα κρίνει την αξία του καθένα από αυτούς τους διάφορους παραγωγικούς συντελεστές, στο να συμβάλει σε μια γραμμή παραγωγής έναντι κάποιας άλλης. Δηλαδή, μέσω του ανταγωνισμού της αγοράς μπίρας, ο οποίος διεξάγεται χωρίς βία άλλα με εθελοντική συναλλαγή, κάποια επιχείρηση κατευθύνει πόρους της συγκεκριμένης αγοράς σε άλλους τομείς (εξοπλισμούς καταστημάτων, ψυγεία κλπ).
Παρατηρήστε εδώ, πως κανένας δεν απαγορεύει στους ανταγωνιστές της Αθηναϊκής ζυθοποιίας να προσφέρουν επίσης παροχές στους πελάτες που επιθυμούν να προσεγγίσουν. Την πρακτική των προσφορών και των παροχών ακολουθεί κάθε επιχείρηση, είτε λιανικής είτε χονδρικής και την αξιοποιεί ο καθένας από εμάς καθημερινά. Τελικά, είναι ο καταναλωτής που επιλέγει αν θα αγοράσει το προϊόν της Αθηναϊκής ζυθοποιίας, από το κατάστημα λιανικής. Συνεπώς, δεν υπάρχει κανένας «αθέμιτος» ανταγωνισμός, εφόσον επαναλαμβάνουμε, δεν χρησιμοποιείται βία και φθορά στην ιδιοκτησία του ανταγωνιστή. Αν ισχύει κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν είναι υπόθεση της επιτροπής ανταγωνισμού, αλλά της αστυνομίας και της δίωξης κατά του εγκλήματος.
Αξίζει να σημειώσουμε εδώ ότι αντίστοιχη πρακτική της Α.Ζ. αφορά και περίπτερα τα οποία, τις περισσότερες φορές, πωλούν παγωτά μίας και μόνο εταιρίας (η οποία έχει παράσχει και τα ψυγεία τους). Αλλά εκεί δεν παρατηρείται κάποια έκκληση για παρέμβαση της επιτροπής ανταγωνισμού και δεν υπάρχουν διαμαρτυρίες από άλλες εταιρίες ή περίπτερα για «αθέμιτο ανταγωνισμό». Αυτό είναι πραγματικά αξιοπερίεργο, αλλά ο κ. Μανδραβέλης ασχολείται με συγκεκριμένου βεληνεκούς εταιρίες. Η λογική επιβάλλει όμοια εφαρμογή του σκεπτικού σε κάθε περίπτωση. Έχουμε δηλαδή κλασικό παράδειγμα λογικής ασυνέπειας.
Οι τιμές και η ποικιλία επιλογών
Οι κρατιστές μπορούν να αντιτάξουν ένα γνωστό αφήγημα το οποίο λέει τα εξής: οι επιχειρήσεις αυτές, αφού εξοντώσουν τον ανταγωνισμό με μεθόδους «ντάμπινγκ» και παροχών, κατόπιν αυξάνουν τις τιμές και, έτσι, «εκμεταλλεύονται» τον καταναλωτή. Στερούν δε την δυνατότητα επιλογών διαφορετικών προϊόντων.
Αυτό, ωστόσο, παραμένει ένας «αστικός μύθος» χωρίς καμία εμπειρική επιβεβαίωση. Πάντα θα υπάρχουν ανταγωνιστές, ώστε να πιέζουν τις επιχειρήσεις οι οποίες κατέχουν δεσπόζουσα θέση στην αγορά. Η Α.Ζ. μπορεί να έχει δεσπόζουσα θέση, όμως την έχει μέσω επιχειρηματικής δράσης που επιβραβεύει η αγορά (πωλητές και καταναλωτές των προϊόντων της). Δεν έχει μονοπώλιο ούτε και θα μπορέσει να αποκτήσει ποτέ. Επιπλέον, ρίχνοντας μια ματιά σε λίστα γνωστής αλυσίδας λιανικής, με τις διαθέσιμες μπίρες, θα διαπιστώσουμε πως:
- Υπάρχουν 146 διαφορετικές μπίρες και πως οι τιμές των προϊόντων των επιχειρήσεων που χρησιμοποίησαν τον κρατικό εξαναγκασμό, δεν είναι φτηνότερες από αυτές της Α.Ζ.
Οπότε, ποιο είναι το νόημα της κρατικής παρέμβασης; Η αποκαλούμενη «επιτροπή ανταγωνισμού» εξυπηρέτησε κάποιες επιχειρήσεις, επειδή αυτές δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στον ανταγωνισμό. Δηλαδή, η επιτροπή ανταγωνισμού, στρέβλωσε τον ανταγωνισμό, αποφάσισε για νικητές και ηττημένους και έβλαψε ως εκ τούτου την οικονομία στο σύνολό της.
Συμπέρασμα
Οι τιμές είναι ακριβές στην Ελλάδα με αποκλειστική ευθύνη του κράτους. Ο Πάσχος Μανδραβέλης, έχει μια εντελώς στρεβλή αντίληψη για την οικονομία της αγοράς. Τα «ολιγοπώλια» της βιομηχανίας τροφίμων, δεν έχουν καμία σχέση με την ακρίβεια. Η αποκαλούμενη «επιτροπή ανταγωνισμού» στρεβλώνει την οικονομία, παρεμβαίνει σε εθελοντικές συναλλαγές, κατευθύνει οικονομικούς πόρους δια της βίας ανατρέποντας αμοιβαίες συμβάσεις και επιχειρεί να στερήσει αυθαίρετα πόρους από κάποιες βιομηχανίες (ψυγεία, εξοπλισμοί). Οι επιχειρήσεις που κατέφυγαν ανήθικα στον κρατικό εξαναγκασμό, εις βάρος του ανταγωνιστή τους, θα πρέπει να ακολουθήσουν την καπιταλιστική ηθική. Θα πρέπει να μην επιτίθενται στους ανταγωνιστές τους βίαια (χρησιμοποιώντας κρατικό εξαναγκασμό) και να προσπαθούν να κερδίσουν τους πελάτες τους με δίκαιους τρόπους που συνάδουν με την ηθική της επιχειρηματικότητας και του κέρδους. Ο Hans-Hermann Hoppe εξηγεί:
«Οι δράσεις και τα κέρδη του καπιταλιστή είναι δίκαια, αν έχει αυθεντικά ιδιοποιηθεί ή έχει παραγάγει τους συντελεστές της παραγωγής του, ή τους έχει αποκτήσει – είτε αγόρασε είτε μισθώσει – με αμοιβαία επωφελή συναλλαγή από προηγούμενο ιδιοκτήτη, αν όλοι οι υπάλληλοί του μισθώθηκαν ελεύθερα με αμοιβαία αποδεκτούς όρους και αν δεν προκάλεσε φυσική φθορά στην ιδιοκτησία τρίτων στην παραγωγική διαδικασία. Διαφορετικά, αν κάποιοι ή όλοι οι συντελεστές παραγωγής του καπιταλιστή δεν είναι ούτε αυθεντικά ιδιοποιημένοι ούτε παραγόμενοι από αυτόν, ούτε αγορασμένοι ή μισθωμένοι από προηγούμενο ιδιοκτήτη (αλλά προέρχονται από την κρατική απαλλοτρίωση περιουσίας άλλου προσώπου), αν απασχολεί μη συναινετική, «καταναγκαστική» εργασία στην παραγωγή του, ή εάν προκαλεί φυσική καταστροφή στην ιδιοκτησία τρίτων κατά τη διάρκεια της παραγωγής, τότε οι πράξεις του και τα προκύπτοντα κέρδη είναι άδικα».
***